• Ο μαγικός κόσμος της τεχνικής (μέρος 4ο): Toys for Boys (and girls)

    Date: 2012.01.17 | Category: ΠΟΛΙΤΙΚΗ, OIKONOMIA | Tags: ,,,


    Σας ψυχόβγαλα λίγο, αλλά ρε παιδιά δεν το γράφω και σε μαρμάρινες πλάκες για να τσιγκουνεύομαι το χώρο. Σκεφτείτε δηλαδή να μην ήταν πολυλογάς ο όμηρος και να έγραφε την ιλιάδα σε 20 σελίδες. Ή σκεφτείτε το φώσκολο να τελειώνει το σενάριο της λάμψης σε ένα μήνα. Ή τον αντονιόνι να κρατάει το πλάνο του μόλις 10δευτερόλεπτα. Δηλαδή αυτές οι καινούργιες οι αμερικάνικες δεν σκέφτονται καθόλου τον θεατή. Πώς θα χασμουρηθείς, θα τινάξεις το ποπκορν από το πουλόβερ σου, θα ψάξεις την τσάντα σου για τα χαρτομάντιλα προκειμένου να σκουπιστείς από τα βούτυρα του ποπκορν, θα βρεις την τσέπη του παλτού σου στα τυφλά προκειμένου να χώσεις το χαρτομάντιλο αν αγχώνεσαι ότι θα χάσεις τη μισή ταινία στο διάστημα που τα κάνεις αυτά; Γιαυτό έχει την αξία του να δείχνεις ακίνητο μονοπλάνο ένα εργοστάσιο να δουλεύει για κανένα δίλεπτο.

     

    Οπότε ας επιστρέψουμε εκεί που αφήσαμε τα πράγματα στο πρώτο μέρος. Ο δυτικός άνθρωπος σήμερα, διαθέτει σε χρηματικό κεφάλαιο και γνώσεις μια τόσο μεγάλη συσσώρευση που δύσκολα αυτή θα μπορούσε να συγκριθεί με άλλες εποχές. Παρόλαυτά, βλέπουμε το παράδοξο να μην εκμεταλλεύεται όλο αυτό τον πλούτο και αντιθέτως να ξοδεύει το χρηματικό του κεφάλαιο σε αγαθά πολύ περιορισμένων δυνατοτήτων (να μη συζητήσω για το πώς ξοδεύεται το γνωσιακό του κεφάλαιο). Το αυτοκίνητο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κτηνώδους δύναμης με οριακά μικρή χρησιμότητα. Ναι, μας έδωσε ελευθερία κίνησης, αλλά αυτό είναι πολύ μικρό εμπρός στη δύναμη της μηχανής του. Ειδικά όταν ελεύθερα επιλέγουμε να μποτιλιάρουμε στην κίνηση πηγαίνοντας στη δουλειά.

     

    Στην ουσία, μεταπολεμικά, οι δυτικοί (πρώην φτωχοί και νυν μεσοαστοί) απέκτησαν αυτή την πληθώρα αγαθών που το μεγαλύτερο μοίρασμα του πλούτου επέτρεψε μέσω του καταναλωτισμού, χωρίς να αλλάξουν ποτέ τους όρους παραγωγής. Γιατί να το κάνουν άλλωστε αφού εκείνο το μοντέλο παραγωγής μοίραζε μια σταθερή καριέρα γεμάτη νέο πλούτο που οι γονείς τους δεν είχαν δει ποτέ μπροστά τους? Στην ουσία αυτή η ασφάλεια τούς οδήγησε να αγοράζουν ακριβά παιχνίδια με μικρή παραγωγική αξία που η διαφήμιση πρότεινε ως αναγκαία για μια καλή ζωή, ακριβώς διότι δεν είχαν την ανάγκη να κάνουν κάτι άλλο με αυτό το κεφάλαιο. Η ανάδυση και η πορεία της πόπ κουλτούρας είναι χαρακτηριστική αυτής της τάσης όπως μας λέει και ο παππούς. Νέοι άνθρωποι με καλοπληρωμένες δουλειές και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις μέχρι τα 25 τους, είχαν ένα μεγάλο διαθέσιμο εισόδημα και μια ανάγκη να κάνουν κάτι με αυτό.

     

    Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί και σήμερα επιμένουμε σε αυτό, τη στιγμή που το μοντέλο παραγωγής έχει εμφανώς κλατάρει εδώ και δεκαετίες (δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης οι δεκάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας σε άχρηστα τραπεζικά καταστήματα και εταιρίες κινητής τηλεφωνίας ούτε η διαρκής ανάγκη για παραγωγή αγαθών που είναι φτιαγμένα για να αντικατασταθούν μέσα στον επόμενο χρόνο).

    Η βασική απάντηση είναι μάλλον σχετικά απλή (οι λεπτομέρειες είναι που ζορίζουν). Οι πολίτες δεν ήταν προδιατεθειμένοι για άλλου τύπου σχέσεις παραγωγής (διότι δεν υπήρχε η ανάγκη) και σίγουρα δεν θα περίμενες από τα κράτη ή τα συνδικάτα να τους ωθήσουν εκεί, διότι και τα δύο αποτελούνταν από φορείς της παλιάς νοοτροπίας του φορντισμού και των μεγάλων εργοστασίων. Στην ελλάδα αυτή η νοοτροπία ονομαζόταν πελατειακές σχέσεις. Το όνειρο της σταθερότητας και της καριέρας ήταν μια θέση στο σίγουρο δημόσιο, μια ξεκάθαρα εξουσιαστική σχέση εργασίας, στον πιο μεγάλο μάλιστα καπιταλιστή της οικονομίας. Σε άλλες χώρες της δύσης που είχαν πιο αναπτυγμένο βιομηχανικό καπιταλισμό, το ίδιο επιτεύχθηκε με τα συνδικάτα και τους ιδιώτες καπιταλιστές. Το συνδικάτο από τη φύση του ενδιαφέρεται για την καλυτέρευση των σχέσεων εργασίας των μελών του με τον εργοδότη κι όχι στην ανατροπή αυτών. Όσο πιο καλά πάει η επιχείρηση, τόσο περισσότερες και πιο σίγουρες θέσεις εργασίας για τα μέλη του. Στα πλαίσια μάλιστα που αυτή η σχέση λειτουργούσε γινόταν και ανατροφοδοτούμενη. Οι άνθρωποι ψήφιζαν ακριβώς αυτούς τους συνδικαλιστές ή πολιτικούς που θα συνέχιζαν και θα επέκτειναν αυτό το μοντέλο σχέσεων. Κι έτσι συντηρούσαν και αναπαρήγαγαν ένα μοντέλο παραγωγής που απέκλειε εντελώς τους ίδιους από την παραγωγή με αντάλλαγμα μεγαλύτερο μοίρασμα του πλούτου.

     

     

    Ο θολός ρόλος των συνδικάτων

    Για το κράτος δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις, αλλά για τα συνδικάτα τα πράγματα ήταν πάντα πιο θολά. Στην αριστερή φαντασίωση (σοσιαλδημοκρατική ή μπολσεβίκικη) τα συνδικάτα ήταν πάντα το υψηλότερο μέσο έκφρασης των εργατών και γιαυτό περικλείονταν από μια αίγλη σεβασμού, παρά το γεγονός πως συχνά πυκνά υιοθετούσαν αντιδραστικές θέσεις. Πχ προτιμούσαν να κρατάνε μικρό το εργατικό δυναμικό, βάσει της απλής λογικής πως η μικρότερη προσφορά εργασίας τραβάει τις τιμές της εργασίας προς τα πάνω. Κι αυτό λειτουργούσε μέχρι το 1970, αλλά από εκεί και μετά αυτή η θέση των συνδικάτων απλά επέτεινε το πρόβλημα της ανεργίας που η αποβιομηχάνιση δημιούργησε. Γιαυτό και τα (κυρίως ανδρικά) συνδικάτα σίγουρα δεν ήταν φιλικώς διατεθειμένα στη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία μετά τον πόλεμο, μια θέση ξεκάθαρα κοινωνικά αντιδραστική καθώς μεταξύ άλλων συντηρούσε τις σχέσεις εξουσίας μέσα στην οικογένεια. Η περίφημη ανεξαρτησία των γυναικών της ανατολικής ευρώπης δεν ήταν τόσο το αποτέλεσμα κυβερνήσεων που πίστευαν στην ισότητα των φύλων, αλλά η συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή που τους πρόσφερε οικονομική ανεξαρτησία τη στιγμή που τα δυτικά συνδικάτα (και το κράτος φυσικά) έδειχνε στις δυτικές συντρόφισσές τους πως η αποστολή της γυναίκας είναι τα τρία Κ (Κinder, Küche, Kirche, παιδιά, κουζίνα, εκκλησία). Φυσικά αυτή η επιστροφή στην παράδοση ντύθηκε με ένα ολόκληρο lifestyle για το πώς πρέπει να είναι η πετυχημένη γυναίκα, κάτι που πρέπει να αναγνωρίσουμε στη δύση, διότι είχε πάντα το μάρκετινγκ να προσφέρει αυτό το αντιδραστικό πρόταγμα με ωραίο αμπαλάζ και εντοιχιζόμενες ηλεκτρικές συσκευές. Φυσικά η σίλβια πλάθ δεν κατάφερε να πεισθεί, αλλά όσο αυτά τα “ατυχήματα” ήταν μεμονωμένα είχαμε την ψυχιατρική και τα πρώτα αντικαταθλιπτικά να βοηθάνε την κατάσταση.

     

    Όταν τελειώνει ένας πόλεμος, είναι ένα τρομακτικό γεγονός για μια καπιταλιστική οικονομία, διότι όλη αυτή η παραγωγική δυνατότητα που συντηρούσε την πολεμική προσπάθεια είναι πια άχρηστη. Και η γνώση πως κάθε πόλεμος ακολουθείται από μια μεγάλη ύφεση υπήρχε από το 19ο αιώνα. Ίσως λοιπόν τα συνδικάτα να φοβήθηκαν αυτή την ύφεση και να λειτούργησαν με αυτόν τον αντιδραστικό τρόπο. Δεν είναι απίθανο, παρόλαυτά μπορούμε να δούμε πως και στην επόμενη μεγάλη καμπή τα συνδικάτα λειτούργησαν όχι ακριβώς όπως θα περίμενε η αριστερή φαντασίωση.

     

    Θα έπρεπε η αριστερά να το υποψιαστεί μετά τη στάση των γαλλικών συνδικάτων στον μάη του ’68 που στην ουσία έκλασαν μεγαλειωδώς όλα τα προτάγματα για αυτο-οργάνωση και άλλους τρόπους παραγωγής, πήραν τις αυξήσεις που τους έδωσε ο ντε γκολ και πήγαν σπίτια τους. Ήταν τα προτάγματα του μάη λίγο στον άνεμο και χωρίς εξασφαλισμένη επιτυχία? Φυσικά και ήταν, αλλά διάολε η πυρηνική γαλλία του 1968 είχε αρκετά μεγάλη οικονομική άνεση προκειμένου να σπαταλήσει λίγους πόρους σε πειράματα που κάπου θα έβγαζαν. Δεν το έκανε και προτίμησε να κρατήσει την ίδια επιτυχημένη συνταγή της 30ετίας. Ακριβώς στην ιστορική καμπή εκείνη που αυτή η συνταγή θα έπαυε να είναι επιτυχημένη.

     

    Τα συνδικάτα συνέχισαν να ζητάνε παραπάνω εργασία και παραπάνω πληρωμές ακριβώς όταν ο καπιταλισμός δεν μπορούσε πια να τα προσφέρει. Κι αντί μαζί με την αποβιομηχάνιση να απαιτήσουν εργασία για όλους, αλλά με λιγότερες ώρες και μικρότερη πληρωμή, προτίμησαν να παλεύουν με νύχια και με δόντια για ένα εντελώς ξεπερασμένο 8ωρο με πλήρη πληρωμή για τα μέλη τους και ανεργία για τους υπόλοιπους. Οι άνεργοι είναι μη όντα για τα συνδικάτα στην καλύτερη περίπτωση και συχνά πυκνά απειλητικά. Κι αυτό φυσικά τα αποξένωσε από την κοινωνία, διότι σιγά σιγά εξέφραζαν όλο και λιγότερους, όλο και πιο περίκλειστους κοινωνικούς χώρους. Και παρόλαυτά υπάρχουν ακόμα και σήμερα πολλοί αριστεροί που αναρωτιόνται γιατί η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ είναι τόσο αντιδραστικοί οργανισμοί. Και δυστυχώς λίγο μοιρολατρικά περιμένουν από αυτούς την αλλαγή. (Εξαίρεση αποτέλεσε η στάση της γενόπ δεή που πέρσι ανακοίνωσε ότι δέχεται μειώσεις στους μισθούς των μελών της, φτάνει με τα ίδια χρήματα να προσληφθούν καινούργιοι υπάλληλοι. Αυτονόητα έξυπνη κίνηση καθώς κατάλαβαν το σχέδιο της κυβέρνησης να καταστρέψει τη δεή, ειδικά αν σκεφτούμε πως κανείς άλλος συνδικαλιστικός φορέας δεν έχει επιδιώξει ενεργά τέτοιες πολιτικές, αλλά είναι μια κίνηση που μάλλον συνέβη αρκετά αργά. Τουλάχιστον βέβαια συνέβη.)

     

    Δεν ξέρω για εσάς, πάντως εγώ κάτι τέτοιες ειρωνικές στιγμές της ιστορίας πολύ τις χαίρομαι. Τα νεκρά φαντάσματα των επαναστατημένων παιδιών του μάη που σκότωσαν το ριζοσπαστισμό μέσα τους και έγιναν γιάπις, θα γελάνε χαιρέκακα με την κατάντια των πάλαι ποτέ ισχυρών εργατικών σωματείων που τους έφτυσαν, ακριβώς τη στιγμή που θα είχαν μεγαλύτερη ανάγκη για καινοτόμο ριζοσπαστισμό από ποτέ.

     

     

     

    Το υπαρξιακό άγχος της ευμάρειας που τρέχει σαν την άμμο μέσα από τα δάκτυλα

    Αν υπάρχει μια σχετικά σταθερή συνιστώσα ανάμεσα σε ανθρώπους όλων των πολιτικών διαθέσεων μέσα στην κρίση (και μερικά χρόνια πριν την κρίση για κάποιους από αυτούς), αυτή είναι ένα τεράστιο άγχος να διατηρήσουν -όσο μεγαλύτερο μέρος μπορούν- από μια διαρκώς μειούμενη υλική ευμάρεια. Κι αυτό το άγχος είναι καθηλωτικό. Ξαφνικά, το ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε αυτοκίνητο στην 6ετία-7ετία βιώνεται ως ματαίωση της ύπαρξής μας τη στιγμή που μεγαλώσαμε μέσα σε αυτοκίνητα που σίγουρα έκλειναν 15ετία και δεν νιώθαμε καθόλου άσχημα με αυτό. Το ότι ένα νέο ζευγάρι δεν μπορεί να μείνει σε δικό του σπίτι με πρόβλεψη για ένα δύο παιδιά, θεωρείται σχεδόν αποτρόπαιο, τη στιγμή που οι περισσότεροι γνωστοί μου κι εγώ μεγαλώσαμε σε νοικιασμένα σπίτια ή σε ιδιόκτητα σπίτια που ήταν μικρά για όλη την οικογένεια (με τα σημερινά δεδομένα).

     

    Ελπίζω αυτά τα 3 χρόνια μέσα στην ελληνική κρίση, να έχουν πείσει και τους πιο δύσπιστους πως το να κυνηγάνε τον παλιό τρόπο λειτουργίας του συστήματος δεν πρόκειται να φέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Το κράτος άλλωστε κάνει ό,τι μπορεί για να απαξιώσει αυτές τις παλιές σχέσεις. Για τους δικούς του ηλίθιους νεοφιλελεύθερους λόγους, αλλά ξαφνικά η συντηρητική ιδέα της σίγουρης καριέρας με αφεντικό τον μεγάλο καπιταλιστή που λέγεται δημόσιο δεν είναι τόσο όμορφη.

     

    Η παραδοσιακή απάντηση των συνδικάτων και της αριστεράς σε αυτό είναι η ίδια που έδιναν και το 1970. Οι εργαζόμενοι θα δώσουν τη λύση. Οι εργαζόμενοι, αφού μπορούν να σταματήσουν την παραγωγή, αν οργανωθούν έχουν δύναμη να απαιτήσουν. Αλλά ολόκληρη η διαδικασία της απαίτησης δεν είναι παρά ένα αηδιαστικό κατάλοιπο ανελεύθερων νοοτροπιών. Όταν απαιτείς παραπάνω πληρωμή, στην ουσία δέχεσαι πως αυτός από τον οποίο την απαιτείς έχει μια σχέση εξουσίας μαζί σου (κι αυτός φυσικά έχει το πάνω χέρι). Αυτό ούρλιαζαν τα παιδιά του μάη, αυτό προσπαθούσε να σκιαγραφήσει ο καστοριάδης και μας έκανε κλύσμα ο φουκό. Παρόλαυτά ακόμα και σήμερα δείχνουμε να μην έχουμε λάβει το μήνυμα.

     

    Αν θέλουμε να κάνουμε κάτι με τις ζωές μας και τις δουλειές μας, πρέπει να το αναλάβουμε μόνοι μας. Είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι και διαθέτουμε επαρκές κεφάλαιο για να εργαστούμε με τους όρους που εμείς ζητάμε. Τα εργαλεία υπάρχουν και θα προσπαθήσω να δείξω μερικά από αυτά σε επόμενα επεισόδια. Οι μεγάλες δομές είναι ιστορικά ιεραρχικές και βασίζονται στην στρατιωτικού τύπου ιεραρχία. Αυτό ισχύει και για τις επιχειρήσεις και για το κράτος που μόλις αυξήθηκαν σε μέγεθος τον 19ο αιώνα, αντέγραψαν το μοναδικό παράδειγμα μεγάλης λειτουργικής δομής που είχαν εύκαιρο μπροστά τους. Το στρατό.

    Οι ιεραρχικές δομές είναι από τη φύση τους προβληματικές και γραφειοκρατικές διότι η κατεύθυνσή τους ορίζεται από μια μικρή ελίτ στην κορυφή. Που είναι δεδομένο πως κάποια στιγμή θα αυτονομηθεί από την υπόλοιπη κοινωνία και θα επιδιώξει τους δικούς της στόχους. Αυτό το έχουμε δει να συμβαίνει ξανά και ξανά και ξανά, είτε αφορά κράτη, είτε στρατούς, είτε επιχειρήσεις (στις οποίες μάλιστα οι εργαζόμενοι δεν έχουν καν δικαίωμα εκλογής της διοίκησης). Ο μόνος τρόπος για να μη συμβεί αυτό είναι να φροντίσουμε να μην υπάρχει κεντρική διοίκηση με συγκεντρωτική δομή, έτσι ώστε κι αυτοί που διοικούν να μην έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν εμάς ως μοχλό για να ικανοποιήσουν τους δικούς τους στόχους.

    Η ιδέα του πραξικοπήματος είναι πολύ κλασική. Μια ομάδα στρατιωτικών συνήθως στο άνω μέσο της ιεραρχίας αποφασίζει πως διαθέτει μια καλύτερη ιδέα για το πώς να οργανωθεί η κοινωνία και χρησιμοποιεί τους στρατιώτες προς αυτό το σκοπό χωρίς φυσικά να τους ρωτήσει. Η δυνατότητα μόχλευσης αυτής της ομάδας είναι τεράστια. Γιαυτό και ο πειρασμός είναι μεγάλος και τα πραξικοπήματα στην ιστορία πολύ συχνά. Αντίθετα δεν είδαμε πολλά πραξικοπήματα από τους τσαγκάρηδες, μια κοινωνική ομάδα με επίσης μεγάλη ιστορία κοινωνικής κινητοποίησης. Εμείς στην ελλάδα νομίζω διαθέτουμε μεγάλη εμπειρία σε τέτοια (στρατιωτικά κι όχι τσαγκάρικα) και σε μερικές ντουζίνες ακίνητα που αφήνουν στους απογόνους τους, για να διατηρούμε το παραδοσιακό φατριαστικό προφίλ κληρονομικής διαδοχής.

     

    Είμαστε καταδικασμένοι να κινδυνεύουμε από πραξικόπημα? Όχι αν δομήσουμε το στρατό μας διαφορετικά. Σκεφτείτε ένα πιθανό πραξικόπημα στην ελβετία. Μια χώρα που οι δομές της είναι διάσπαρτες, ο στρατός της εξίσου και κάθε καντόνι διαθέτει τη δική του διοίκηση. Ακόμα κι αν μια ομάδα στρατιωτικών στο καντόνι της γενεύης αποφασίσει πως χρειάζεται να αυξηθούν οι τρύπες στο τυρί έμενταλ και να θελήσει να το επιβάλει με τα όπλα, θα δυσκολευτεί πολύ να το πράξει. Θα πρέπει πρώτα να έρθει σε συνεννόηση με τις δομές των άλλων καντονιών, να συμφωνήσουν πάνω στον αριθμό των αναγκαίων τρυπών και μετά να πείσουν και τους στρατιώτες πολίτες πως αυτή είναι η ενδεδειγμένη λύση, διότι οι πολίτες έχουν τα όπλα στα σπίτια τους. Αλλά αν είναι να τα κάνεις όλα αυτά πείθοντας τόσο κόσμο, τότε μάλλον είναι καλύτερο να συγκαλέσεις ένα δημοψήφισμα και να τελειώνεις με τη φασαρία. Γιατί? Διότι είναι δομικά δύσκολο να συμβεί. Συγκρίνετέ το αυτό με τα 2 ντουζίνες στρατόπεδα που υπήρχαν γύρω από την αθήνα και που πρακτικά η κατάληψη της, από σχετικά μικρές μονάδες στρατού, ισοδυναμούσε σχεδόν πάντα με την κατάληψη ολόκληρης της χώρας (η μοναδική εξαίρεση που μπορώ να σκεφτώ ήταν το κίνημα της άμυνας του βενιζέλου που στην ουσία δίχασε τη χώρα στα δύο παρά το γεγονός πως οι βασιλικοί κατείχαν την αθήνα).

     

    Το ίδιο μπορούμε να κάνουμε και με τον τρόπο παραγωγής μας. Είμαστε καταδικασμένοι να υποτασσόμαστε στα λαμόγια των ολιγοπωλίων που μας εκβιάζουν για όλο και μεγαλύτερες πληρωμές? Όχι αν δεν το θέλουμε και τώρα, περισσότερο από παλιότερα, είναι σημαντικό να συμβεί αυτό. Υπάρχει ο μύθος που λέει πως το μπακάλικο της γειτονιάς δεν τα καταφέρνει απέναντι στο σουπερμάρκετ. Πως το μεγάλο μέγεθος είναι αναπόδραστη φυσική πραγματικότητα. Ναι, το μπακάλικο της γειτονιάς δεν θα τα καταφέρει αν επιμένει να λειτουργεί σαν μικρό σουπερμάρκετ, αλλά μπορεί να τα καταφέρει πολύ καλύτερα από το σουπερμάρκετ, αν λειτουργεί διαφορετικά. Και το μέγεθος στις επιχειρήσεις δεν έχει πάντα σημασία. Ολόκληρο το γιαπωνέζικο καπιταλιστικό και τεχνικό θαύμα δεν βασίστηκε τόσο σε τεράστια εργοστάσια με χιλιάδες εργαζόμενους τύπου ντιτρόιτ, αλλά σε χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις τεχνιτών που εργάζονταν φασόν και με το κομμάτι φτιάχνοντας αυτά τα εντυπωσιακά πράγματα (το ίδιο μου είπαν πως συνέβη και στη γερμανία, αλλά δεν το κατέχω). Άρα η αύξηση του μεγέθους δεν είναι αναπόδραστη πραγματικότητα.

     

    Νομίζω πρέπει πάλι να σταματήσω κάπου εδώ και να αφήσω τα απτά παραδείγματα για το επόμενο (το υπόσχομαι, αν και μάλλον η υπόσχεση μου σε αυτή τη σειρά δεν είναι το πιο ακριβό νόμισμα). Οπότε αλλάζω και λίγο τη σειρά στο index και προχωράμε.