• FOSS: ένα εναλλακτικό παντεσπάνι που μοιάζει απελπιστικά me too και τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό

    Date: 2018.10.14 | Category: ΔΙΑΦΟΡΑ | Tags:

    (Το κείμενο αυτό γράφτηκε για τη FOSSCOM2018)

     

    Για όσους παρακολουθούμε την εξέλιξη των προγραμμάτων ανοιχτού λογισμικού (FOSS) τα τελευταία 20 χρόνια, δεν υπάρχει αμφιβολία πως έχει υπάρξει ένα τεράστιο άλμα, τόσο στην ποσότητα όσο και την ποιότητα των εργαλείων που είναι διαθέσιμα. Επιπλέον ο στόχος του κινήματος να φτιαχθεί μια υποδομή FOSS προγραμμάτων που να μην απευθύνονται μόνο σε νέρντς, μπορούμε να πούμε ότι έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Σήμερα πια μπορώ να εγκαταστήσω χωρίς φόβο ένα LinuxMint στους θείους μου, χωρίς να τους ζαλίσω με τις διάφορες παραξενιές του· κι αυτό -προσθεού- δεν το λέω για να μειώσω τους θείους μου, αλλά εμάς τα νέρντ που πολύ συχνά ξεχνάμε ότι ένας κειμενογράφος υπάρχει για να γράφει κείμενα κι όχι για να ικανοποιεί τα dependencies του και τα compiling flags.

    Πέρα όμως από τα συγχαρητήρια, καλό θα ήταν να δούμε που βρισκόμαστε σήμερα και τι μορφή έχει πάρει ο κόσμος των FOSS. Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά.

     

     

    Up and away

    Όπως έγραψα και πιο πριν, σήμερα μπορούμε να πούμε ότι ο στόχος να δημιουργηθεί ένα desktop περιβάλλον για όλους έχει επιτευχθεί. FOSS πρότζεκτς όπως το Ubuntu, το Firefox, το LibreOffice κλπ έχουν γίνει συνώνυμα του mainstream στην αγορά του software και είναι λίγα εκείνα τα σημεία που υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις* Ακόμα και προγράμματα που υπολείπονται αυτών του κλειστού λογισμικού (πχ το Gimp) είναι αρκετά καλά και ολοκληρωμένα για να χρησιμοποιηθούν από τους casual χρήστες, χωρίς να πρέπει να τρέχουν στα τερτίπια της Adobe.

    Την ίδια στιγμή έχει δημιουργηθεί μια “εναλλακτική” μορφή καριέρας για developers που ήθελαν να βιοποριστούν γράφοντας κώδικα για FOSS. Δεν είναι πια απίθανη σκέψη να βγάλεις το παντεσπάνι σου γράφοντας FOSS κώδικα, είτε δουλεύοντας για τα μεγάλα projects και τα spin-offs τους, είτε στο σύμπαν των startup, είτε ανεξάρτητα με τα διάφορα ήδη παράλληλων πληρωμών (patreon, kickstarter κλπ).

    Υπό αυτή την έννοια οι βασικοί στόχοι που είχαν τεθεί πριν από 20 χρόνια και αποτελούσαν το όνειρο της κοινότητας θα έλεγα ότι έχουν λίγο πολύ επιτευχθεί. Ας δούμε όμως τι πληρώσαμε γι’ αυτή την επιτυχία.

    *πρόσφατα ανακάλυψα ότι δεν υπάρχει καμία σοβαρή λύση undelete για ext3/ext4 partitions. To extundelete είναι hit&miss και το πολύ ισχυρό photorec ακολουθεί έναν άλλο δρόμο που απαιτεί εξαιρετική ενέργεια και προσήλωση για να βρεις τα κατά λάθος σβησμένα αρχεία σου (από ένα καταραμένο / στο path του rsync)

     

     

    Project Managers και γραφειοκρατικοποίηση

    Καθώς η κοινότητα του ανοιχτού λογισμικού πάσχιζε να την πάρουν στα σοβαρά οι άνθρωποι με λεφτά αισθήματα, άνοιξε τις πόρτες της και στους τρόπους που αυτοί επενδύουν τα χρήματά τους· οι οποίοι κάθε άλλο παρά εναλλακτικοί είναι. Έτσι λίγο-πολύ μπορούμε να πούμε ότι το FOSS άρχισε να μπαίνει στο corporate περιβάλλον, που μικρή διαφορά είχε από τις εταιρίες κλειστού λογισμικού. Ίσα-ίσα ακριβώς επειδή το FOSS σπάνια δημιουργεί ανεξάρτητες πηγές εσόδων για τις εταιρίες που ασχολούνται μαζί του, θα πρέπει μονίμως να κρέμονται από την γενναιοδωρία των μαικήνων τους.

    Όλοι γνωρίζουμε λίγο πολύ πως η συντρηπτική πλειοψηφία των εσόδων του mozilla foundation προέρχεται από την Google. Ή ακόμα χειρότερα πως τα περισσότερα από τα γνωστά projects cybersecurity (TOR, Signal κλπ) χρηματοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά από τα spin-offs της CIA (με βιτρίνα το Open Technology Fund που αποτελεί μαγαζί του Radio Free Asia και το Citizen Lab στον καναδά). Ακριβώς επειδή αυτοί οι μεγάλοι παίκτες έριξαν χρήμα στην αγορά ανοιχτού λογισμικού στην ουσία κατάφεραν και να το ελέγξουν.

    Δεν θα πιάσω την προφανή σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ προγραμμάτων που υποτίθεται ότι καίγονται για την ασφάλειά μας και των αμερικάνικων υπηρεσιών ασφαλείας, νομίζω είναι ένα θέμα που δεν χρίζει μεγάλης διερεύνησης καθώς η προφάνια του είναι εκκωφαντική.

    Θα ασχοληθώ όμως με το πως οι κορωνίδες των FOSS προτζεκτ μετασχηματίστηκαν και πήραν έναν -κατά τη γνώμη μου- προβληματικό δρόμο, πολλές φορές και χωρίς οι χρηματοδότες τους να το ξέρουν. Και για αυτή την ανάλυση δεν υπάρχουν καλύτερα παραδείγματα από το Firefox και το Ubuntu.

     

     

    Οι παράλληλοι βίοι του Firefox και Ubuntu

    Και τα δύο προτζεκτς ξεκίνησαν τη ζωή τους για να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία των Windows και γι’ αυτό έτυχαν της υποστήριξης όλων των εταιριών που είχαν να κερδίσουν από μια τέτοια αμφισβήτηση. Εταιρίες παλαιού τύπου, όπως η IBM (που ακόμα δεν έχει συγχωρέσει στη microsoft πως -μαζί με την intel- της έκλεψε την αγορά των PC), και καινούργιου τύπου όπως η google.

    Εδώ μια μικρή παρέμβαση για να εξηγήσω λίγο τον μακροχρόνιο κύκλο της αγοράς. Είναι μια παραδοσιακή πρακτική μάρκετινγκ στην τεχνολογία, οι νέοι παίκτες να καταστρέφουν την αγορά των παλιών προκειμένου να κερδίσουν μερίδιο και ταυτόχρονα να στερεύουν τις πηγές εσόδων των “δεινοσαύρων”. Και πολύ συχνά είναι μια μάχη δαβίδ-γολιάθ όπου -σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική- κερδίζει ο δαβίδ. Επιγραμματικά η εδραίωση της Microsoft και της Intel στην αγορά ήρθε με την καταστροφή της ΙΒΜ και του προϊόντος έτοιμος υπολογιστής (ένα προϊόν που κράτησε με νύχια και με δόντια η apple). Λίγο πολύ η Wintel (όπως την ονομάζαμε χαϊδευτικά τα παλιότερα χρόνια), έκανε αδιάφορο το να αγοράσεις IBM υπολογιστή· οι τιμές των υπολογιστών κατέρρευσαν (στερώντας έσοδα από την IBM) και ένα σωρό “μαϊμούδες” (H&P, compaq, Dell) κατέκλυσαν την αγορά. Έφτανε πια να αγοράσεις έναν συμβατό με PC υπολογιστή που να έχει έναν επεξεργαστή x86 και να τρέξεις επάνω του το πρακτικά δωρεάν λογισμικό MS-DOS (και αργότερα τα windows). Με αυτόν τον τρόπο η κραταιά IBM έσκαψε το λάκκο της προωθώντας αυτές τις δύο εταιρίες.

    Το ίδιο λίγο πολύ συνέβη αργότερα με το δίδυμο Wintel από την Google και τους (τότε) μικρούς του ίντερνετ. Λίγο πολύ είπαν είναι αδιάφορο τι λειτουργικό και τι hardware πλατφόρμα χρησιμοποιείτε, φτάνει να έχετε έναν browser. Αυτό είναι πιο εμφανές σήμερα όπου οι ARM υπολογιστές με την μορφή tablets και smartphones τρώνε την παραδοσιακή αγορά των x86 και το android την αγορά των Windows.

    Όμως όλη αυτή η στρατηγική ξεκίνησε με την υποστήριξη του firefox (και δευτερευόντως του ubuntu). Διότι πριν από 15 χρόνια όλος ο κόσμος έτρεχε intel (άντε και μερικοί καμμένοι AMD αλλά x86 ήταν κι αυτό) και είχε για λειτουργικό τα Windows. Αρκετοί θα ερίσουν πως ήταν μια win-win συμμαχία (ένας όρος που άρχισε να γίνεται της μόδας την ίδια εποχή δανεισμένος από τη θεωρία των παιγνίων)· εγώ θα ερίσω πως αυτή η συμμαχία έφερε το FOSS πιο κοντά στα παραδοσιακό μοντέλο παρά το ανάποδο.

    Κανείς δεν αμφισβητεί πως η αντικατάσταση του Internet Explorer από τον Firefox (ακόμα και στις πρώτες εκδόσεις του) ήταν μια μεγάλη ανακούφιση για εμάς τους Sysadmin που δουλεύαμε στο frontend των πελατών μας. Το τι malaware και πονοκεφάλους γλυτώσαμε από αυτή τη μετάβαση δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια· και γι’ αυτό θα είμαι για πάντα ευγνώμον. Όμως παρότι ο Firefox ήταν ένα πολύ ικανό πρόγραμμα, γρήγορα δυστυχώς ακολούθησε “τις επιταγές της αγοράς”. Πράγμα που σημαίνει ότι αντί να προσφέρει και να χτίσει σε αυτό που υποσχέθηκε, δηλαδή ένα ασφαλές και άνετο περιβάλλον επαφής με το ιντερνετ, μπήκε σε μια λογική πολύ κοντινή στην υπόλοιπη αγορά. Πολύ συχνά updates, συνεχείς αλλαγές σε ένα UI που δεν ήταν και τόσο κακό από την αρχή, νέα features και δυνατότητες που κάποιοι guru της αγοράς είχαν πει ότι είναι “το μέλλον” κλπ κλπ.

    Παράλληλους βίους είχε λίγο πολύ και το Ubuntu, υιοθετώντας τα συνεχόμενα update του android σύμπαντος, χωρίς να διαθέτει όμως και τις απαραίτητες χρηματοδοτικές πηγές, μια στροφή προς την ταμπλετοποίηση του UI που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε (αλλά αφού το έκανε η microsoft κάτι θα ξέρει) και μια γενική διάθεση για me too ανταγωνισμό με την υπόλοιπη αγορά.

    Όμως για καθίστε ρε παιδιά το FOSS δεν υποτίθεται πως θα ήταν κάτι παραπάνω από μια δωρεάν εναλλακτική του παραδοσιακού λογισμικού?

     

     

    Monkey see, monkey do

    Εδώ λοιπόν έχει νόημα να κοιτάξουμε τους λόγους που το FOSS ακολούθησε πιστά τους δρόμους της βιομηχανίας και να πάμε λίγο παραπέρα από την προφανή σχέση που οι χρηματοδότες είχαν με αυτή τη μεταστροφή. Διότι αυτό που ισχυρίζομαι ότι είδαμε ήταν λίγο πολύ αυτό που είδαμε κατά τη σοβιετική επανάσταση το 1918.

    Αντί το σοβιετικό μοντέλο να προτείνει έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής, αναπαρήγαγε το ίδιο είδος βιομηχανιών, ανάπτυξης και αποξένωσης που πρόσφεραν και οι δυτικές κοινωνίες, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα εξαιρετικά αναβαθμισμένο κιόλας. Το θλιβερό ήταν πως και στις δύο περιπτώσεις, δεν είχαν κανένα λόγο να ακολουθήσουν αυτό το μοντέλο. Η βιομηχανία ως μια μεγάλη αποθήκη που πετάς μέσα εργάτες και η τευλορική παραγωγή που αποξένωνε τον εργάτη από το προϊόν, ήταν τα πορίσματα μιας μακράς περιόδου προσαρμογής της βιομηχανικής επανάστασης στον καπιταλιστικό κόσμο. Η μορφή της μεγάλης αποθήκης ήταν μια ανάγκη των αρχών του 19ου αιώνα που αντέγραφε τα λεγόμενα poor houses, δηλαδή μέρη όπου οι φτωχοί είχαν στέγη και τροφή με αντάλλαγμα την εργασία τους. Η ανάγκη ελέγχου του χώρου της παραγωγής οδήγησε και τον μπένθαμ να φτιάξει το πασίγνωστο πανόπτικον βασιζόμενος στην εμπειρία του από τα ναυπηγία (όπου οι εργάτες δεν πληρώνονταν τόσο με μισθό, όσο με το να μπορούν να πάρουν κομμάτια ξύλου μέχρι ενός συγκεκριμένου μεγέθους). Το ίδιο ισχύει και για την τευλορική παραγωγή. Σε όλο το 19ο αιώνα, οι αρχιεργάτες ήταν στην ουσία οι μόνοι που ήξεραν πως τρέχει το εργοστάσιο και οι ιδιοκτήτες ή οι μηχανικοί της εποχής σπάνια μπορούσαν να το αναπαράγουν· με λίγα λόγια ήταν εξαρτημένοι. Η ιδέα ότι οι εργάτες πρέπει να αποκοπούν από την παραγωγή και αυτή να περάσει στα χέρια των μηχανικών και πολύ συχνά ούτε καν σε αυτών, αλλά σε ένα flowchart (θα ονομάζαμε σήμερα) της κατανομής της παραγωγής σε πολύ πολύ μικρά κομμάτια που από μόνα τους λίγη αξία είχαν, ήταν μια πραγματική ανάγκη των τελών του 19ου αιώνα για τους ιδιοκτήτες αυτών των βιομηχανιών.

    Παρότι η σοβιετική επανάσταση δεν είχε κανένα μα κανένα λόγο να μιμηθεί αυτό το μοντέλο, το αντέγραψε μέχρι κεραίας. Η κακεντρεχής εξήγηση ήταν πως οι μπολσεβίκοι δεν έτρεφαν καμία εμπιστοσύνη στο επαναστατικό υποκείμενο το οποίο υποτίθεται υπηρετούσαν (τον φτωχό λαό) και άρα η κατάτμηση της τευλορικής παραγωγής τους βόλεψε απίστευτα για να μετατρέψουν τους μουζίκους σε όργανα του σοβιετικού κρατικού μηχανισμού. Όμως υπάρχει και μια παράλληλη δεύτερη εξήγηση, ότι απλά κόπιαραν αυτό που θεωρούσαν ως το πετυχημένο μοντέλο της εποχής.

    Το ίδιο δυστυχώς είδαμε να συμβαίνει και με το FOSS. Κι εδώ η κακεντρεχής εξήγηση είναι ότι οι χρηματοδότες είχαν λόγο στην ανάπτυξη και τη δομή του project και προτίμησαν να το σπρώξουν προς τα εκεί που τους βόλευε, δηλαδή το corporate μοντέλο. Αλλά η λιγότερο κακεντρεχής παράλληλη εξήγηση, είναι πως ελάχιστοι έκατσαν να φανταστούν ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης κι αν θέλετε ζωής γι’ αυτούς που δουλεύουν στα FOSS πρότζεκτς.

    Όταν προσλαμβάνεις έναν project manager που παλιότερα δούλευε σε μια άλλη εταιρία, είναι πολύ λογικό να μεταφέρει κι αυτός τις ιδέες, τις αντιλήψεις και τις εμπειρίες που είχε από τότε. Κι όλες αυτές κινούνταν στο παραδοσιακό μοντέλο. Ως manager έπρεπε να φέρει αποτελέσματα και να φαίνεται επιτυχημένος. Το να κάνεις τον firefox ασφαλή είναι κάτι που δεν μπορεί εύκολα να μετρηθεί, καθώς τα περισσότερα vulnerabilities δεν είναι ορατά. Το να αλλάξεις όμως για δέκατη φορά το UI, είναι κάτι που θα φανεί αμέσως και εσύ και η ομάδα σου θα εισπράξετε τα συγχαρητήρια, ενώ ταυτόχρονα θα δικαιολογήσετε και τους μισθούς σας.

    Παρόμοια πράγματα συνέβησαν και στο Ubuntu. Η παρανοϊκή ιδέα να αναγκάσουν τους χρήστες να “αναβαθμίζουν” το λειτουργικό τους κάθε 6 μήνες, έχει νόημα για μια εταιρία σαν την google και το android της. Η google δεν πουλάει το android στους χρήστες, αλλά στους κατασκευαστές smartphones και αυτοί θέλουν φυσικά το self-life του κάθε κινητού τους να είναι μικρό, έτσι ώστε ο κόσμος να αγοράζει κινητά κάθε χρόνο. Παρότι η Ubuntu δεν πουλάει υπολογιστές σε κανέναν, υιοθέτησε αυτόν τον φρενήρη ρυθμό deployment νέων version που φυσικά οι χρήστες έπαψαν να μπορούν να καταλάβουν τις διαφορές από την μία στην επόμενη, καθώς οι σημαντικές αλλαγές (πχ η μετάβαση στο system.d ή το gnome3) με τις επουσιώδεις δεν διαχωρίζονταν πια.

    Σε αυτό βοήθησε και η γραφειοκρατικοποίηση τόσων μεγάλων projects που αποζητά την επιβίωση της· ποιος από τους εργαζόμενους ενός μεγάλου FOSS project θα παραδεχθεί ποτέ πως το πρόγραμμά τους είναι αρκετά ώριμο και δεν χρειάζεται ιδιαίτερα έντονους ρυθμούς ανάπτυξης? Ποιος δηλαδή με λίγα λόγια θα αφήσει το εύκολο παντεσπάνι που του δίνει αυτό το πρότζεκτ για να ασχοληθεί με κάτι άλλο? Σίγουρα όχι αυτοί που δουλεύουν εκεί, διότι η γραφειοκρατία εξασφαλίζει ως τρόπος σκέψης, πως αυτοί που βαριούνται τα ίδια και τα ίδια, φεύγουν από το project αντί να πούνε εντάξει τα λεφτά που πήραμε θα τα κάνουμε κάτι καινούριο (και πιθανώς αποτυχημένο).

     

     

    Ο πελάτης είναι ο βασιλιάς

    Υπάρχει μια μόνιμη επωδός κάθε φορά που κάποιος κάνει κριτική σε αυτό το μοντέλο. Ότι οι managers και οι devs αυτών των εταιριών ακολουθούν απλά αυτό που θέλουν οι χρήστες. Τις περισσότερες φορές, αυτή η δικαιολογία δεν βασίζεται παρά στη φαντασία των “γραφειοκρατών”. Κάποιος είπε κάτι στη mailing list και τον υποστήριξαν άλλοι 4 και κάποιοι άλλοι σου είπαν ότι το firefox φαίνεται παλιό σε σχέση με το chrome. Οι πιο προσεκτικοί από αυτούς τους μάνατζερς, θα παραγγείλουν και μια έρευνα αγοράς όπου οι ερωτηθέντες φυσικά και θα απαντάνε πως: ναι πολύ θα τους άρεσε ο browser τους να μπορεί να φτιάξει και καφέ αν αυτό ήταν δυνατό· διότι κανείς δεν θα τους ρωτήσει αν θα προτιμούσαν να φτιάχνει εσπρέσο ή να μην πέφτουν θύματα του πρώτου τυχαίου ransomware.

    Δεν υπάρχει πιο εκκωφαντική απόρριψη αυτού του μοντέλου λειτουργίας από το γεγονός ότι κανείς πια δεν μιλά για τον firefox ως κάτι ιδιαίτερο, ενώ την ίδια στιγμή ξεπηδάνε ντουζίνες browser που βασίζονται στον chrome.

    Και αντίστοιχα δεν υπάρχει μεγαλύτερη ένδειξη της αποτυχίας του Ubuntu από την επιτυχία του linuxmint, μιας διανομής που παρότι ubuntοιδής, προσπαθεί να βασίζεται σε έναν λογικό κύκλο αναβαθμίσεων (κάθε 2 χρόνια), πρόσφερε μια gnome2 εναλλακτική (το MATE) στα πέτρινα χρόνια όπου το gnome 3 προσπαθούσε να διορθώσει τα εκατοντάδες bugs που το έκαναν αβίωτο στο desktop (αλλά είχε ωραία εφέ) και δεν προσπαθεί να αποκτήσει ένα tablet UI επειδή “αυτό είναι το μέλλον”. Άλλωστε σχεδόν κανείς δεν χρησιμοποιεί το ubuntu σε συσκευές με touchscreen. Και δεν είναι τυχαίο πως όλα αυτά στο πιο “παραδοσιακό” linux mint συμβαίνουν από μια μικρή ομάδα ανθρώπων.

     

     

    Τέρμα η γκρίνια

    Ο στόχος αυτού του κειμένου δεν είναι να γκρινιάξει για το πόσο ωραία ήταν τα πράγματα τον παλιό καλό καιρό· όχι μόνο διότι δεν ήταν απαραίτητα, αλλά και γιατί το παρελθόν είναι μια άλλη χώρα. Ο στόχος αυτού του κειμένου είναι να μας βάλει να σκεφτούμε -και γιατί όχι να ονειρευτούμε- πως θα θέλαμε να είναι το παρόν μας· διότι αυτό θα καθορίσει και το μέλλον. Ένας μεγάλος οργανισμός είναι εξ’ ορισμού γραφειοκρατικός και γι’αυτό ηλίθια ιεραρχικός· μια λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένη κόπια της αρχικής ιεραρχικής γραφειοκρατίας που ακολούθησαν οι πρώτοι καπιταλιστές, δηλαδή του στρατού. Το αν ασχολείται με ανοιχτό, ή με κλειστό λογισμικό είναι δευτερεύον. Το να προσπαθούμε να κοπιάρουμε το τι κάνουν οι άλλοι στην αγορά, σπάνια είναι καλός οδηγός από τη στιγμή που οι άλλοι έχουν περισσότερα χρήματα και πρόσβαση στα παραδοσιακά εργαλεία της αγοράς. Το πως η google υποστήριξε και το firefox και το linux, μέχρι να τα ξεπεράσει με το chrome και το android είναι νομίζω ενδεικτικά*· όσο παίζεις στο γήπεδό τους θα χάνεις. Αυτό άλλωστε έκανε και η google όταν χτύπησε το μονοπώλιο της microsoft και της intel (όπως και αυτοί όταν χτύπησαν το μονοπώλιο της IBM). Δεν έφτιαξαν κάτι για να μιμηθούν τον αντίπαλό τους, αλλά τον προσπέρασαν καταστρέφοντας την αγορά του, παίζοντας σε ένα άλλο γήπεδο.

    *Ελπίζω να μην ερίζουμε ειλικρινά πως το android είναι linux επειδή κάπου στο βάθος κήπος υπάρχει ένας κώδικας που μπλα μπλα

    Στην ουσία το FOSS έχει το πλεονέκτημα να μην το ενδιαφέρει ούτε καν αυτό. Το FOSS δεν έχει κανένα λόγο να στοχεύει στο world domination, στο να είναι ο πιο διάσημος browser και το πιο διάσημο λειτουργικό. Ο στόχος του θα πρέπει να είναι σαφώς πιο εργαλειακός και σε μεγάλο βαθμό είναι. Τι με πειράζει αν το libreoffice στο οποίο γράφω αυτό το κείμενο δεν έχει όλα τα cloudapp καλούδια που έχει MS office και το googledoc? Εγώ να γράψω ένα κείμενο θέλω, δεν θέλω να πουλήσω cloud υπηρεσίες και από αυτή την άποψη το libreoffice είναι μια σωτήρια λύση σ’ έναν κόσμο που με αναγκάζει να μην έχω έλεγχο των δεδομένων μου.

    Με λίγα λόγια το FOSS θα έπρεπε να είναι η αντίσταση μας σ’ έναν δυστοπικό κόσμο όπου τα πάντα αλλάζουν μόνο και μόνο για να παραμένουν “νέα”· και εντελώς τυχαία με κάθε νέο λουκ, χάνουμε κι ένα ακόμα κομμάτι της ελευθερίας μας. Αν έχει ένα νόημα το openstreetmaps, αυτό είναι ότι κάθε φορά που βάζω μια διεύθυνση, δεν με ρωτάει να του πω τη γνώμη μου για το τάδε μπαρ ή ότι θα μπορούσα να πάρω το τάδε λεωφορείο και να είμαι εκεί σε 10 λεπτά ή το δείνα ταξί και να είμαι εκεί σε 7. Γιατί διάολε θέλω να έχω την ελευθερία να αποφασίσω να περπατήσω ή να πάρω το ποδήλατό μου. Και παρότι θεωρητικά μπορείς να κάνεις opt-out και να πεις ααα ευχαριστώ δεν θέλω να πάρω ταξί, το όλο κόλπο βρίσκεται στο γεγονός ότι το ταξί σου επιβλήθηκε ως πιθανή επιλογή από το google maps και αυτό ακριβώς πουλάει η google στους πελάτες της.

    Πως λοιπόν θα είχε νόημα η ανάπτυξη FOSS ? Σίγουρα όπως και στο linuxmint με το να βασίζεται σε μικρές ομάδες· και όχι αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα βγάζεις το παντεσπάνι σου από μια τέτοια δραστηριότητα. Δυστυχώς ή ευτυχώς το να βγάζεις το παντεσπάνι σου από μια δραστηριότητα, σε δεσμεύει με πολλούς τρόπους που ενώ μας φαίνονται αυτονόητοι, δεν διαφέρουν και πολύ με τη δουλεία. Οι άνθρωποι του τέλους του 19ου αιώνα που είχαν στην καθημερινή τους εμπειρία τους υπηρέτες προτού αυτοί ονομαστούν οικιακοί βοηθοί και personal trainers, δεν μπορούσαν να βρουν πολλές διαφορές ανάμεσα στην εξαρτημένη εργασία και τους υπηρέτες· κι αυτή ήταν πάντα η ιδέα της. Για όσο σε πληρώνω, θα κάνεις ό,τι σου λέω. Είναι πιθανό να πρέπει να βγάζουμε το παντεσπάνι μας με άλλους τρόπους και το FOSS να είναι το χόμπυ μας, για κάποιους τυχερούς μπορεί να είναι και μια εναλλακτική πηγή εισοδήματος καθώς υπάρχουν πια αρκετά εργαλεία τύπου patreon για τέτοιου είδους σχέσεις με τους “πελάτες” σου. Το έχουμε δει συχνά στις ανεξάρτητες εταιρίες παραγωγής video games όπου 5-6 devs ζούνε από τους ανθρώπους που αγοράζουν το παιχνίδι. Ακόμα και αυτός ο τρόπος κρύβει πολλές παγίδες (ειδικά όταν οι devs αρχίζουν να γλύφονται για τα λεφτά που θα βγάλουν από τις κονσόλες και άρα πέφτουν στα γνωστά guidelines της βιομηχανίας), αλλά ας πούμε ότι αυτό είναι μια επιλογή, να κρατήσεις αυτό που αγαπάς ή να βγάλεις πολύ παντεσπάνι.

    Είναι επίσης σημαντικό να μπορούμε να σκεφτούμε έξω από τις μόδες της εποχής· αν το FOSS έχει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αυτό είναι ότι δεν χρειάζεται να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις· αντίθετα μπορεί να δημιουργήσει εναλλακτικούς δρόμους με ελάχιστο κόστος που μπορεί να αποδειχθούν σωτήριοι για ένα σωρό κόσμο που δεν είχε σκεφτεί ότι μπορεί να υπάρχει και άλλη εναλλακτική από το να παραδώσει όλη του τη ζωή στη facebook· όχι γιατί είναι ηλίθιοι, αλλά ακριβώς επειδή το software δεν είναι κάτι στο οποίο ειδικεύονται. Με τον ίδιο τρόπο που αρκετοί από εσάς δεν γνωρίζετε ότι οι πιο νόστιμες ντομάτες είναι αυτές που είναι λίγο πράσινες κοντά στο κοτσανάκι τους, δεν έχουν ομοιόμορφο σχήμα και φαίνονται κάπως σκληρές για να είναι ζουμερές*.

    Για να βγούμε έξω από τις μόδες της εποχής που πουσάρει η βιομηχανία του λογισμικού, πρέπει να βγούμε έξω από τη λογική τους, να κάνουμε άλλα πράγματα, να μάθουμε για τις υπαίθριες ντομάτες που λέγαμε παραπάνω, να διαβάσουμε λογοτεχνία και να πάψουμε να είμαστε κλεισμένοι στο echo chamber με τους άλλους νέρντιδες (κι αυτό ισχύει για όλους, νέρντηδες και μη). Πέρα από καλύτερο λογισμικό θα μας επιτρέψει να είμαστε και πιο χαρούμενοι. Κι ίσως αυτό τελικά να είναι το μεγαλύτερο μυστικό για την επιτυχία του FOSS 🙂

    *τις λέμε υπαίθριες, κι εγώ που δεν είμαι από χωριό τις έμαθα όταν έγινα 28