• Ωδή στην αεργία (In Praise of Idleness)

    Date: 2016.07.03 | Category: ΔΙΑΦΟΡΑ | Tags: ,,

    Ωδή στην αεργία (τεμπελιά/οκνηρία/πες το όπως θες!)

    Του : Bertrand Russel [1932]

    Μετάφραση : Elfkounamouta

     

     

    Όπως και οι περισσότεροι της γενιάς μου, μεγάλωσα με την παροιμία «Αργόσχολο μυαλό: το εργαστήριο του διαβόλου» (στμ : Satan finds some mischief for idle hands to do). Όντας ένα εξαιρετικά ενάρετο παιδί, πίστευα σε ότι μου λέγανε, αποκτώντας μία συνείδηση, που με συνοδεύει μέχρι το σήμερα. Παρόλο που η συνείδησή μου ήλεγχε τις πράξεις μου, οι απόψεις μου στράφηκαν σε πιο επαναστατική μορφή. Νομίζω ότι πολλά έχουν γίνει στον κόσμο, που έχουν προκαλέσει τεράστια βλάβη βάση της λογικής ότι ζούμε σε έναν ενάρετο κόσμο, και τα κηρύγματα που έχουν ανάγκη οι σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες είναι πολύ διαφορετικά από αυτά του παρελθόντος. Όλοι γνωρίζουν την ιστορία του ταξιδιώτη στην Νάπολη, που είδε δώδεκα ζητιάνους να λιάζονται στον ήλιο (πριν τις ημέρες του Μουσολίνι), και προσέφερε μία λίρα για τον πιο τεμπέλη από αυτούς. Έντεκα από αυτούς πηδήξανε για να την διεκδικήσουν, έτσι τη λίρα την έδωσε στον δωδέκατο. Αυτός ο ταξιδιώτης ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Αλλά στις χώρες που δεν έχουν την τύχη να χαίρονται τον Μεσογειακό ήλιο, η τεμπελιά είναι πιο δύσκολη και θα χρειαστεί μεγάλη δημόσια προπαγάνδα για να την εγκαινιάσουμε. Ελπίζω αφού διαβάζοντας τις επόμενες σελίδες, οι ηγέτες του YMCA (στμ : Παγκόσμιος οργανισμός Χριστιανών Νέων, στην Ελλάδα υπάρχει η Χ.Α.Ν.Θεσσαλονίκης) να ξεκινήσουν μία καμπάνια που θα προτρέπουν τους καλούς νέους να μη κάνουν τίποτα. Αν γίνει αυτό, τότε θα ξέρω ότι δεν έζησα άσκοπα.

    Πριν προχωρήσω με τα δικά μου επιχειρήματα υπέρ της τεμπελιάς, θα πρέπει να αποκλείσω ένα, το οποίο δεν μπορώ να αποδεχτώ. Οποτεδήποτε κάποιος που ήδη έχει αρκετά για να ζήσει, θελήσει να ασχοληθεί με μία καθημερινή εργασία, όπως η διδασκαλία ή το γράψιμο, τότε λέγεται ότι αυτή του η συμπεριφορά παίρνει το ψωμί από το στόμα κάποιου άλλου ανθρώπου, άρα είναι αισχρή. Αν αυτό το επιχείρημα είχε βάση, τότε απλά θα χρειαζόταν όλοι μας να μην κάνουμε τίποτα για να έχουν όλοι οι άνθρωποι ψωμί στο στόμα τους. Αυτό που ξεχνάνε οι άνθρωποι που λένε αυτό το επιχείρημα είναι ότι όσα ένας άνθρωπος κερδίζει τόσα συνήθως ξοδεύει και ότι ξοδεύοντας ουσιαστικά προσφέρει εργασία. Όταν ένας άνθρωπος ξοδεύει το εισόδημά του, τότε βάζει τόσο ψωμί στο στόμα των ανθρώπων , όσο παίρνει παράγοντας. Ο πραγματικά «κακός» της ιστορίας μας, από αυτήν την οπτική, είναι αυτός που αποταμιεύει. Αν βάλει τα κέρδη του σε μία μετοχή, σαν τους παροιμιώδης Γάλλους αγρότες, τότε αυτή η πράξη δεν προσφέρει εργασία. Αν επενδύσει τα κέρδη του, τότε το ζήτημα είναι λιγότερο εμφανές και διαφορετικές καταστάσεις δημιουργούνται.

    Ένα από τα πιο συνήθη πράγματα που μπορεί κάποιος να κάνει με τις αποταμιεύσεις του είναι να τις δανείσει σε μία κυβέρνηση. Βέβαια υπό το πρίσμα του γεγονότος, ότι ο κύριος όγκος δημόσιων εξόδων στις περισσότερες πολιτισμένες κυβερνήσεις προορίζεται στην πληρωμή είτε παλαιότερων εξόδων πολέμου είτε στην προετοιμασία για μελλοντικούς πολέμους, τότε αυτός που δανείζει σε μία κυβέρνηση δε διαφέρει καθόλου από τους κακούς του Σαίξπηρ που προσλαμβάνανε δολοφόνους. Το καθαρό αποτέλεσμα από την οικονομική συνήθεια ενός ανθρώπου που δανείζει τα λεφτά του στη κυβέρνηση είναι να αυξάνει τη στρατιωτική δύναμη αυτού του κράτους. Αυταπόδεικτα νομίζω θα ήταν καλύτερα να ξόδευε τα λεφτά του, ακόμα και αν ήταν για ποτό ή τζόγο.

    Αλλά, θα μου ειπωθεί, ότι η περίπτωση είναι αρκετά διαφορετική, όταν οι οικονομίες επενδύονται σε βιομηχανικές επιχειρήσεις. Όταν αυτές οι επιχειρήσεις επιτύχουν, και παράγουν κάτι χρήσιμο, τότε αυτό θα αναγνωριστεί. Στις μέρες μας, όμως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις αποτυγχάνουν. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος ανθρώπινης εργασίας θα μπορούσε να αφιερωθεί για να παράγουμε κάτι που θα μπορούσαμε να χαρούμε, αντί αυτού ξοδεύετε για την παραγωγή μηχανών, που αφού παραχθούν, μένουν αχρησιμοποίητες και δεν κάνουν σε κανέναν, κανένα καλό. Αυτός, λοιπόν, που επενδύει τις αποταμιεύσεις του σε έναν σκοπό που μπορεί να χρεοκοπήσει γίνεται επιβλαβής όχι μόνο για τους άλλους αλλά και για τον εαυτό του τον ίδιο. Αν κάποιος ξόδευε τα λεφτά του, ας πούμε για να κάνει πάρτυ για τους φίλους του, τότε αυτοί (μπορούμε να ελπίζουμε) θα ένιωθαν μία ευχαρίστηση, όπως επίσης αυτοί στους οποίους ξοδέψανε τα λεφτά εξ’ αρχής, όπως ο χασάπης, ο αρτοποιός και η κάβα (στμ: λαθρέμπορας αλκοόλ στο πρωτότυπο). Αλλά αν ξοδέψει τα λεφτά του, ας πούμε, για να βάλουν οδοστρώματα για αυτοκίνητα σε ένα μέρος, όπου θα αποδειχθεί ότι δεν χρειάζονται αυτοκίνητα, τότε θα έχει εκτρέψει ένα αρκετά ογκώδες κομμάτι εργασίας σε κανάλια όπου κανείς δεν έχει καμία ευχαρίστηση. Όπως και να έχει, όταν θα γίνει φτωχός λόγο της αποτυχημένης του επένδυσης, θα θεωρηθεί ως θύμα άδικης ατυχίας, ενώ ο σπάταλος φίλος μας, που ξόδεψε τα λεφτά του με έναν τρόπο φιλάνθρωπο, θα αποπεμφθεί ως ένας χαζός και επιπόλαιος άνθρωπος.

    Όλα αυτά είναι απλά προκαταρκτικά. Αυτό που θέλω να πω, με όλη τη σοβαρότητα, είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μερίδιο της ζημιάς που γίνεται στο σύγχρονο κόσμο μας οφείλεται στην αρετή της εργασίας, και ότι ο δρόμος για την ευτυχία και την ευημερία βρίσκεται στην οργανωμένη από-μείωση αυτής.

    Κατ’ αρχήν : τι είναι εργασία; Η εργασία χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: πρώτη είναι η μεταβολή της θέσης/σύστασης μιας ύλης στην/ή κοντά στην επιφάνεια της Γης ως προς μία άλλη ύλη και δεύτερη είναι να λες τους άλλους ανθρώπους να κάνουν την πρώτη εργασία. Η πρώτη κατηγορία είναι δυσάρεστη και κακο-πληρωμένη, ενώ η δεύτερη αρκετά ευχάριστη και υψηλά αμειβόμενη. Η δεύτερη κατηγορία έχει τη δυνατότητα για σχεδόν άπειρες επιμέρους επεκτάσεις: δεν υπάρχουν μόνο αυτοί που δίνουν εντολές, αλλά και αυτοί που δίνουν συμβουλές ως προς ποιες εντολές πρέπει να ακολουθηθούν. Συνήθως δύο αντίθετες συμβουλές δίνονται ταυτόχρονα από δύο οργανωμένες ομάδες ανθρώπων, και αυτό ονομάζεται πολιτική. Η ικανότητα που απαιτείται για αυτού του είδους την εργασία δεν είναι η γνώση του αντικειμένου για το οποίο δίνεται η συμβουλή, αλλά η γνώση της τέχνης του πειθήνιου λόγου και γραφής, δηλαδή της διαφήμισης.

    Σε όλη την Ευρώπη, και όχι στην Αμερική, υπάρχει και μία τρίτη τάξη ανθρώπων, πολύ πιο σεβαστή από τις άλλες δύο τάξεις εργατών. Είναι αυτοί που μέσω της ιδιοκτησίας γης, έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τους άλλους να πληρώνουν απλά για το δικαίωμα να υπάρχουν και να εργάζονται. Αυτοί οι τσιφλικάδες είναι τεμπέληδες και κάποιος θα περίμενε να τους εξυμνήσω για αυτήν τους την τεμπελιά. Δυστυχώς, η οκνηρία τους είναι δυνατή μόνο λόγω της εργασίας των άλλων. Όντως η επιθυμία τους για άνετη τεμπελιά είναι ιστορικά η κύρια πηγή όλο του ευαγγελίου περί εργασίας. Το τελευταίο πράγμα που επιθυμούν είναι ότι και άλλοι να ακολουθήσουν το δικό τους παράδειγμα.

    Από την αυγή του ανθρώπινου πολιτισμού μέχρι τη Βιομηχανική Επανάσταση, ένας άντρας μπορούσε, σαν κανόνα, να παράγει με σκληρή εργασία λίγο παραπάνω απ’ ότι χρειαζόταν για την επιβίωση τη δική του και της οικογένειάς του, ακόμη και αν η γυναίκα του εργαζόταν το ίδιο σκληρά με αυτόν, και τα παιδιά του ξεκινούσαν να εργάζονται από την ηλικία που είχαν τη δυνατότητα να εργαστούν. Το ελάχιστο περίσσευμα μετά τα απολύτως απαραίτητα έξοδα δεν έμεναν σε αυτούς που το παρήγαγαν, αλλά σφετερίζονταν από πολεμιστές και ιερείς. Κατά τη διάρκεια εποχών λιμού, όπου δεν υπήρχε περίσσευμα, οι πολεμιστές και οι ιερείς συνέχιζαν να παίρνουν αυτό που τους «αναλογούσε», με αποτέλεσμα πολλοί από τους εργάτες να πεθαίνουν από την πείνα. Αυτό το σύστημα εξακολούθησε να είναι ο κανόνας στη Ρωσία μέχρι το 1917 [1], και γενικά εξακολουθεί μέχρι τώρα σε όλη την Ανατολή. Στην Αγγλία, παρόλη το Βιομηχανική Επανάσταση, παρέμεινε σε πλήρη ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, και μέχρι εκατό χρόνια πριν, οπότε η νέα τάξη των Βιομηχάνων απέκτησε εξουσία. Στις Η.Π.Α. το σύστημα αυτό τελείωσε με την επανάσταση κατά των Άγγλων, εκτός από το Νότο, όπου εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι τον Εμφύλιο Πόλεμο. Ένα σύστημα που διήρκεσε τόσο πολύ και τελείωσε τόσο πρόσφατα έχει φυσικά αφήσει μία βαθειά εντύπωση πάνω στις σκέψεις και τις απόψεις των ανθρώπων. Πολλά από τα οποία παίρνουμε ως δεδομένα σχετικά με το πόσο επιθυμητή είναι η εργασία προέρχονται από αυτό το σύστημα, αλλά αυτή η προ-βιομηχανική λογική δεν έχει θέση στο σύγχρονο κόσμο. Οι σύγχρονες τεχνικές έχουν δημιουργήσει περισσότερο ελεύθερο χρόνο, μέσα σε κάποια όρια, έτσι ώστε να μην είναι προνόμιο μόνο μίας προνομιούχας τάξης, αλλά ομοιόμορφα κατανεμημένο δικαίωμα για όλη την κοινωνία. Η ηθική της εργασίας είναι η ηθική των δούλων, και ο σύγχρονος κόσμος δεν έχει ανάγκη από το θεσμό της δουλείας.

    Είναι εμφανές ότι, στις πιο αρχέγονες κοινωνίες, οι χωρικοί, αν είχαν τη δυνατότητα δεν θα αποχωρίζονταν το πλεόνασμά τους, με το οποίο οι πολεμιστές και οι κληρικοί επιβίωναν, αλλά είτε θα παρήγαν λιγότερο είτε θα κατανάλωναν περισσότερο. Στην αρχή, μέσω της βίας αναγκάζονταν να παράγουν και να αποχωρίζονται το πλεόνασμα. Παρόλ’ αυτά σταδιακά έγινε πιο εμφανές ότι ήταν δυνατόν να επηρεαστούν σε τέτοιο βαθμό, έτσι ώστε οι περισσότεροι να αποδεχτούν μία ηθική βάση της οποίας ήταν το καθήκον τους να εργάζονται σκληρά, ακόμα και αν κομμάτι της εργασίας τους κατευθυνόταν για να μην εργάζονται κάποιοι άλλοι καθόλου. Με αυτόν τον τρόπο, τα «μέσα εξαναγκασμού» ήταν αρκετά λιγότερα και τα έξοδα της κυβέρνησης ελαττώνονταν. Μέχρι και σήμερα, το 99% των Βρετανών εργαζομένων θα ήταν πραγματικά σοκαρισμένοι αν τους πρότειναν ο Βασιλιάς να είχε το ίδιο εισόδημα με έναν εργάτη. Η αντίληψη του καθήκοντος, μιλώντας ιστορικά, είναι ο τρόπος που έχουν χρησιμοποιήσει αυτοί που έχουν τη δύναμη για να επηρεάσουν τους υπολοίπους να ζουν για τα συμφέροντα των αφεντικών τους αντί για τα δικά τους. Φυσικά αυτοί που έχουν τη δύναμη αποκρύβουν αυτό το γεγονός και από τους ίδιους τους, τους εαυτούς καταφέρνοντας να πιστέψουν ότι τα δικά τους συμφέροντα είναι πανομοιότυπα με αυτά της ανθρωπότητας. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό είναι ορθό. Οι Αρχαίοι Αθηναίοι πολίτες-ιδιοκτήτες σκλάβων για παράδειγμα, χρησιμοποιούσαν τον ελεύθερό τους χρόνο για να έχουν μία μόνιμη συμβολή στον πολιτισμό, το οποίο μπορεί να ήταν ακατόρθωτο σε ένα δίκαιο οικονομικό σύστημα. Ο ελεύθερος χρόνος είναι ουσιώδης για τον πολιτισμό και σε παλαιότερους χρόνους ο ελεύθερος χρόνος για λίγους ήταν δυνατός μόνο λόγω της παραπανήσιας εργασίας των πολλών. Αλλά ο μόχθος τους ήταν πολύτιμος, όχι επειδή η εργασία είναι καλή, αλλά επειδή ο ελεύθερος χρόνος είναι. Και με τις μοντέρνες τεχνολογικές εξελίξεις θα ήταν δυνατόν να κατανεμηθεί ο ελεύθερος χρόνος δίκαια, χωρίς να τραυματιστεί η εξέλιξη του πολιτισμού.

    Η μοντέρνα τεχνολογία κατέστησε δυνατή τη σημαντική από-μείωση του όγκου εργασίας που χρειαζόταν, για να εξασφαλιστούν τα απαραίτητα για επιβίωση για όλους. Αυτό έγινε ξεκάθαρο κατά τη διάρκεια του πολέμου. (στμ του Α’Π.Π.). Τότε, όλοι οι άντρες των ενόπλων δυνάμεων, και όλοι οι άντρες και οι γυναίκες που απασχολούνταν στην παραγωγή όπλων και πυρομαχικών, καθώς και όλοι οι άντρες και οι γυναίκες που απασχολούνταν στην κατασκοπία, την πολεμική προπαγάνδα ή/και κυβερνητικές θέσεις που σχετίζονταν με τον πόλεμο είχαν επιστρατευτεί από παραγωγικά επαγγέλματα. Παρόλ’ αυτά το γενικό επίπεδο διαβίωσης ανάμεσα στους εργάτες-μισθωτούς στην πλευρά των Συμμάχων, ήταν υψηλότερο απ’ ότι πριν και έπειτα. Η σημασία αυτού του γεγονότος αποκρύφτηκε μέσω των οικονομικών : ο δανεισμός παρουσιάστηκε σαν το μέλλον να θρέφει το παρόν. Αλλά αυτό, φυσικά, είναι αδύνατο. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να φάει ένα κομμάτι ψωμί, το οποίο δεν έχει παραχθεί ακόμη. Ο πόλεμος απέδειξε, πειστικά, ότι με την επιστημονική οργάνωση της παραγωγής, είναι δυνατόν να υπάρχει ένα καλό επίπεδο ευμάρειας της σύγχρονης κοινωνίας μόνο με ένα μικρό κομμάτι του εργατικού παραγωγικού δυναμικού του σύγχρονου κόσμου. Εάν, με το πέρας του πολέμου, η επιστημονική οργάνωση της παραγωγής, η οποία είχε δημιουργηθεί για να «ελευθερώσει» το εργατικό δυναμικό για να πολεμήσει και να παράγει όπλα και πυρομαχικά, είχε διατηρηθεί, και το ημερήσιο ωράριο εργασίας είχε μειωθεί στις τέσσερις ώρες, όλα θα ήταν καλά. Αντιθέτως, το χάος που προ-υπήρχε αποκαταστάθηκε. Αυτοί, των οποίων η εργασία ήταν αναγκαία, αναγκάστηκαν να δουλεύουν πολλές ώρες και οι υπόλοιποι αφέθηκαν να λιμοκτονήσουν ως άνεργοι. Γιατί; Επειδή η δουλειά είναι καθήκον, και ένας άνθρωπος δεν πρέπει να αμείβεται κατ’ αναλογία με το τι παράγει, αλλά ανάλογα με την αρετή του, όπως φαίνεται από την εργατικότητά του.

    Αυτή είναι η ηθική του Κράτους-Σκλάβων, που εφαρμόστηκε σε περιστάσεις εντελώς αντίθετες από εκείνες που την προκάλεσαν. Καμία απορία γιατί το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Υποθέτουμε ότι, σε μία δεδομένη χρονική στιγμή, ένας συγκεκριμένος αριθμός ανθρώπων απασχολείτε με την παραγωγή καρφιτσών. Παράγουν τόσες καρφίτσες όσες χρειάζεται ο κόσμος, δουλεύοντας (ας πούμε) οχτώ ώρες τη μέρα. Κάποιος κάνει μία ανακάλυψη, με την οποία ο ίδιος αριθμός εργαζομένων μπορεί να παράγει διπλάσιο αριθμό καρφιτσών, αλλά οι καρφίτσες είναι ήδη τόσο φθηνές, έτσι ώστε δύσκολα να αγοραστούν περισσότερες σε χαμηλότερη τιμή. Σε έναν λογικό κόσμο, όλοι όσοι απασχολούνταν στην παραγωγή καρφιτσών απλά θα αλλάζανε το ωράριο εργασίας από τις οχτώ στις τέσσερις ώρες και όλα τα υπόλοιπα θα λειτουργούσαν όπως και πριν. Αλλά στον πραγματικό κόσμο, αυτή η σκέψη θεωρείται αποθαρρυντική. Οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να δουλεύουν οχτώ ώρες, δημιουργείτε πληθώρα καρφιτσών, κάποιοι παραγωγοί χρεοκοπούν και οι μισοί εργαζόμενοι που απασχολούνταν στην παραγωγή καρφιτσών απολύονται και μένουν χωρίς δουλειά. Στην τελική, υπάρχει ο ίδιος όγκος ελεύθερου χρόνου και στις δύο περιπτώσεις, απλά στη δεύτερη οι μισοί εργαζόμενοι δεν κάνουν απολύτως τίποτα και οι άλλοι μισοί δουλεύουν παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται ότι ο αναπόφευκτος ελεύθερος χρόνος θα δημιουργεί μιζέρια γύρω του αντί να είναι η παγκόσμια πηγή χαράς. Μπορεί κανείς να φανταστεί κάτι πιο τρελό;

    Η ιδέα οι φτωχοί να έχουν ελεύθερο χρόνο ανέκαθεν σόκαρε τους πλουσίους. Στην Αγγλία, στις αρχές του 19ου αιώνα, το συνηθισμένο ωράριο εργασίας ήταν δεκαπέντε ώρες για τους ενήλικες, τα ανήλικα παιδιά κάποιες φορές εργάζονταν το ίδιο, αν και το σύνηθες ήταν δώδεκα ώρες. Όταν κάποιοι ανακατωσούρηδες προτείνανε, ότι πιθανώς τόσες ώρες εργασίας ήταν πάρα πολλές, η απάντηση που πήρανε ήταν ότι η δουλειά συγκρατεί τους ενήλικες από το ποτό και τα παιδιά από τις σκανταλιές. Όταν ήμουν παιδί, λίγο μετά που οι αστοί-εργάτες απέκτησαν το δικαίωμα ψήφου, καθιερώθηκαν ορισμένες αργίες με νόμο, προς μεγάλη αγανάκτηση των ανωτέρων τάξεων. Θυμάμαι να ακούω μία γριά Δούκισσα να λέει: «Τι τις χρειάζονται οι φτωχοί τις αργίες; Πρέπει να δουλεύουν!». Τη σήμερον ημέρα δεν είναι τόσο ειλικρινείς, αλλά το συναίσθημα αυτό παραμένει και είναι η πηγή της οικονομικής μας σύγχυσης.

    Ας εξετάσουμε, για μια στιγμή, την ηθική της εργασίας ειλικρινά, χωρίς προκαταλήψεις. Κάθε ανθρώπινο ον, από αναγκαιότητα, καταναλώνει κατά τη διάρκεια της ζωής του, μία συγκεκριμένη ποσότητα του συνόλου της ανθρώπινης παραγωγής. Υποθέτοντας, ότι κατά γενική ομολογία, η δουλειά είναι στο σύνολό της δυσάρεστη, είναι άδικο ένας άνθρωπος να καταναλώνει περισσότερα απ’ ότι παράγει. Φυσικά, είναι πιθανό να παρέχει υπηρεσίες αντί να παράγει αγαθά, όπως κάνει ένας γιατρός για παράδειγμα, αλλά και πάλι θα πρέπει να παρέχει κάτι σε αντάλλαγμα της διαμονής του και της διατροφής του. Σε αυτόν το βαθμό το καθήκον της εργασίας πρέπει να γίνει δεκτό, αλλά μόνο σε αυτόν το βαθμό.

    Δεν θα σταθώ καν στο γεγονός, ότι σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες εκτός της Σοβιετικής Ένωσης, πολλοί άνθρωποι ξεφεύγουν από αυτό το μίνιμουμ βαθμό εργασίας, κυρίως αυτοί που κληρονομήσαν χρήματα ή αυτοί που παντρεύτηκαν τα χρήματα. Δεν νομίζω ότι το γεγονός να επιτρέπονται αυτοί οι λίγοι να είναι σε εργασιακή αδράνεια είναι τόσο σημαντικό και επιζήμιο, όσο το γεγονός ότι οι μισθωτοί εργαζόμενοι αναμένεται να λιμοκτονούν ή να δουλεύουν παραπάνω απ’ όσο αντέχουν.

    Εάν ένας συνηθισμένος μισθωτός εργαζόμενος δούλευε τέσσερις ώρες την ημέρα, θα υπήρχε αρκετή δουλειά για όλους και καθόλου ανεργία, υποθέτοντας μία λογική δομή οργάνωσης της εργασίας. Αυτή η ιδέα σοκάρει τους ευκατάστατους, γιατί είναι πεπεισμένοι ότι οι φτωχοί δεν θα ξέρουν πώς να διαχειριστούν τόσο ελεύθερο χρόνο. Στην Αμερική πολλοί εργάζονται μεγάλα ωράρια, ακόμα και όταν ζουν σε καλές συνθήκες διαβίωσης. Αυτοί οι άνθρωποι, όπως είναι φυσικό, βρίσκουν αποκρουστική την ιδέα του ελεύθερου χρόνου για τους μισθωτούς εργαζόμενους, εκτός αν πρόκειται για την ζοφερή τιμωρία της ανεργίας. Στην πραγματικότητα αντιπαθούν την ιδέα του ελεύθερου χρόνου ακόμη και για τους γιους τους. Παραδόξως, ενώ επιθυμούν οι γιοί τους να δουλεύουν τόσο σκληρά, έτσι ώστε να μην τους μένει αρκετός ελεύθερος χρόνος για να «εκπολιτιστούν», δεν ενοχλούνται με την ιδέα οι γυναίκες τους και οι κόρες τους να μην έχουν καθόλου εργασία. Ο σνομπ θαυμασμός της αχρηστίας, ο οποίος σε μία αριστοκρατική κοινωνία επεκτείνεται και στα δύο φύλλα, στο σύστημα της πλουτοκρατίας ορίζεται μόνο για τις γυναίκες. Αυτό, όμως δεν το κάνει να έρχεται σε συμφωνία με την κοινή λογική.

    Η συνετή χρήση του ελεύθερου χρόνου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι ένα προϊόν πολιτισμού και εκπαίδευσης. Ένας άνθρωπος, ο οποίος δουλεύει σκληρά και πολλές ώρες όλη του τη ζωή, θα βαρεθεί πολύ γρήγορα αν ξαφνικά έχει πολύ ελεύθερο χρόνο. Αλλά χωρίς αρκετό ελεύθερο χρόνο, ένας άνθρωπος αποκόβεται από τα περισσότερα καλά που έχει να του προσφέρει η ζωή. Δεν υπάρχει κανένας λόγος πλέον, για τον οποίο να στερείτε από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, το δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο. Μόνο ένας ανόητος ασκητισμός, συνήθως αντιπροσωπευτικός, μας κάνει να επιμένουμε να δουλεύουμε υπερβολικά ωράρια, ενώ δεν υφίσταται πλέον ανάγκη.

    Στο νέο δόγμα, το οποίο ελέγχει την κυβέρνηση της Ρωσίας, ενώ έχει πολλές διαφορές με τις κλασικές διδασκαλίες της Δύσης, υπάρχουν αρκετά τα οποία είναι ίδια και αμετάβλητα. Η στάση των κυρίαρχων τάξεων και ειδικά αυτών που διεξάγουν εκπαιδευτική προπαγάνδα, στο θέμα της αξιοπρέπειας της εργασίας, είναι σχεδόν πανομοιότυπη με αυτή των κυρίαρχων τάξεων του υπόλοιπου κόσμου και συνοψίζεται στην φράση του «έντιμου φτωχού». Φιλοπονία, νηφαλιότητα, προθυμία για μεγάλα ωράρια με μακρινά μελλοντικά αποτελέσματα, ακόμα και υποταγή στην εξουσία, όλα αυτά επανεμφανίζονται και εδώ. Εξάλλου η εξουσία συνεχίζει να αντιπροσωπεύει τη βούληση του Κυβερνήτη του Σύμπαντος, ο Οποίος πλέον έχει ένα άλλο όνομα, αυτό του Διαλεκτικού Υλισμού.

    Η νίκη του προλεταριάτου στη Ρωσία έχει κάποια κοινά σημεία με τη νίκη των φεμινιστριών σε κάποιες άλλες χώρες. Για χρόνια, οι άντρες είχαν παραδεχθεί την ανώτερη αγιοσύνη των γυναικών και τις παρηγορούσαν για την κατώτερή τους θέση στην κοινωνία, λέγοντάς τους ότι η διατήρηση αυτής της αγιοσύνης είναι πιο επιθυμητή από την πολιτική τους δύναμη. Στην τελική οι φεμινίστριες αποφάσισαν ότι θα τα έχουν και τα δύο, μιας κα οι πιο προοδευτικές ανάμεσά τους πίστεψαν όλα αυτά που τους είπαν οι άντρες σχετικά με την σκοπιμότητα της αρετής, αλλά όχι αυτά που τους είπαν για την ευτέλεια της πολιτικής εξουσίας. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στη Ρωσία όσον αφορά τη χειρωνακτική εργασία. Για χρόνια, οι πλούσιοι και οι συκοφάντες τους εξυμνούσαν τον «ειλικρινή μόχθο», την απλή ζωή, διδάξαν μία θρησκεία, κατά την οποία ο φτωχός έχει περισσότερες πιθανότητες να πάει στον παράδεισο απ’ ότι οι πλούσιοι και γενικά προσπαθήσανε να κάνουν τους εργαζομένους σε χειρονακτικές εργασίες να πιστεύουν ότι υπάρχει κάποιου είδους ευγένεια στο να αλλάζουν τη θέση της ύλης στο διάστημα, όπως ακριβώς οι άντρες στο αρχικό παράδειγμα προσπάθησαν να πείσουν τις γυναίκες ότι υπάρχει κάποιου είδος ευγένεια στην σεξουαλική τους υποδούλωση. Στη Ρωσία, όλη αυτή η κατήχηση για την υπεροχή της χειρονακτικής εργασίας έχει ληφθεί σοβαρά υπόψη, με αποτέλεσμα οι εργάτες αυτοί να είναι οι πιο τιμημένοι απ’ όλους. Αιτήματα αποκατάστασής τους, στην ουσία τους, εκφράζονται αλλά όχι για τους παλιούς σκοπούς: γίνονται για να δημιουργήσουν εργάτες «έκτακτης ανάγκης» για ειδικούς σκοπούς. Η χειρωνακτική εργασία είναι το ιδεατό, το οποίο έτσι παρουσιάζεται στους νέους και είναι η βάση όλης αυτής της ηθικής διδασκαλίας.

    Για το σήμερα, πιθανότατα, όλα αυτά είναι για το γενικό καλό. Μια μεγάλη χώρα, γεμάτη φυσικούς πόρους, περιμένει την ανάπτυξη, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με μικρή χρήση της πίστωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η σκληρή εργασία είναι απαραίτητη και είναι πιθανό να επιφέρει μεγάλη ανταμοιβή. Τι θα συμβεί όμως, όταν θα φτάσουμε στο σημείο όπου ο καθένας μας θα μπορούσε να ζει άνετα χωρίς να δουλεύει πολλές ώρες;

    Στη Δύση έχουμε διάφορους τρόπους για να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα. Δεν κάνουμε καμία προσπάθεια οικονομικής δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής παραγωγής να πηγαίνει σε μία μικρή μειοψηφία ανθρώπων, πολλοί εξ’ αυτών δεν εργάζονται καθόλου. Λόγω της απουσίας κεντρικής διαχείρισης επί της παραγωγής, καταλήγουμε να παράγουμε πλήθος πραγμάτων, τα οποία δεν χρειάζονται. Κρατούμε ένα μεγάλο ποσοστό του εργατικού δυναμικού σε αδράνεια, γιατί μπορούμε να διανείμουμε την εργασία τους σε άλλους που εργάζονται παραπάνω ώρες απ’ ότι πρέπει. Όταν όλες αυτές οι μέθοδοι αποδειχθούν ανεπαρκείς, τότε κάνουμε πόλεμο. Έτσι δημιουργούμε νέες θέσεις εργασίας, αυτούς που παράγουν εκρηκτικά και αυτούς που τα χρησιμοποιούν, λες και είμαστε παιδιά που μόλις ανακαλύψανε τα πυροτεχνήματα. Με ένα συνδυασμό όλων αυτών των μέσων καταφέρνουμε, αν και με δυσκολία, να κρατήσουμε ζωντανή την αντίληψη, ότι ένα μεγάλο μέρος της σκληρής χειρωνακτικής εργασίας πρέπει να είναι η μοίρα του μέσου ανθρώπου.

    Στη Ρωσία, λόγω της περισσότερης οικονομικής δικαιοσύνης και της κεντρικής διαχείρισης της παραγωγής, το πρόβλημα πρέπει να λυθεί διαφορετικά. Η λογική λέει ότι, με το που οι αναγκαίες και βασικές ανέσεις καλυφθούν για όλους, να αρχίσουν να μειώνονται οι ώρες εργασίας σταδιακά, επιτρέποντας μέσω της καθολικής ψήφου να αποφασιστεί, σε κάθε στάδιο, αν χρειάζεται περισσότερες ελεύθερος χρόνος ή περισσότερα αγαθά. Αλλά, έχοντας διδαχθεί την υπέρτατη αρετή της σκληρής δουλειάς, είναι δύσκολο να δούμε πως οι αρχές μπορούν να στοχεύσουν σε έναν παράδεισο, στον οποίο υα υπάρχει περισσότερος ελεύθερος χρόνος και λιγότερη δουλειά. Είναι πιο πιθανό να βρίσκουν συνεχώς καινούρια σχέδια, στα οποία ο τωρινός ελεύθερος χρόνος θα θυσιάζεται για μελλοντική παραγωγικότητα. Διάβασα πρόσφατα για ένα δαιμόνιο σχέδιο που έβαλαν μπρος Ρώσοι μηχανικοί, έτσι ώστε να κάνουν ζεστές τη Λευκή Θάλασσα και τις βόρειες παραλίες της Σιβηρίας με την τοποθέτηση ενός φράγματος στη Θάλασσα του Κάρα. Ένα αξιοθαύμαστο σχέδιο αν μη τι άλλο, αλλά με πολλές πιθανότητες να αναβάλει την αύξηση στις ανέσεις του προλεταριάτου για μία γενιά, ενώ η αρχοντιά του μόχθου παρουσιάζεται ανάμεσα στις παγωμένες πεδιάδες και τις χιονοθύελλες του Αρκτικού Ωκεανού. Αυτού του είδους το σχέδιο, αν συμβεί τελικά, είναι αποτέλεσμα της ιδεοληψίας της αρετής της σκληρής δουλειάς ως αυτοσκοπού, αντί να είναι ένα μέσο προς μία κατάσταση στην οποία η σκληρή εργασία δεν θα είναι πλέον αναγκαία.

    Το γεγονός είναι, ότι η επεξεργασία της ύλης, ενώ ένα μέρος της είναι αναγκαίο για την ύπαρξή μας, δεν είναι κατηγορηματικά ένα από τα ουσιαστικά πράγματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αν συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε να θεωρούμε τους εργάτες δημοσίων έργων ανώτερους από τον Σαίξπηρ. Έχουμε παραπλανηθεί όσον αφορά αυτό το ζήτημα για δύο λόγους. Ο ένας είναι η αναγκαιότητα να παραμένουν οι φτωχοί ικανοποιημένοι, το οποίο οδήγησε τους πλουσίους, για χιλιάδες χρόνια, να κηρύττουν την αξιοπρέπεια της εργασίας, ενώ την ίδια ώρα έκαναν ότι μπορούσαν έτσι ώστε οι ίδιοι να παραμένουν αναξιοπρεπείς στο ζήτημα αυτό. Ο άλλος είναι η νέα ευχαρίστηση στη μηχανική, ο οποίος μας κάνει να νιώθουμε απόλαυση με όλα αυτά τα εκπληκτικά επιτεύγματα και αλλαγές που μπορούμε να δημιουργήσουμε στην επιφάνεια της Γης. Κανένα από αυτά τα «κίνητρα» δεν έχει ουσιαστική απήχηση στον απλό εργαζόμενο. Αν τον ρωτήσετε ποιο νομίζει ότι είναι το καλύτερο κομμάτι της ζωής του, δεν είναι πιθανό να πει: «Απολαμβάνω τη χειρονακτική εργασία, γιατί με κάνει να νιώθω ότι εκπληρώνω την ευγενέστερη αποστολή του ανθρώπου και με ικανοποιεί η ιδέα του πως η ανθρωπότητα μεταλλάσει τον πλανήτη. Είναι αλήθεια, ότι το σώμα μου χρειάζεται και περιόδους ξεκούρασης, τις οποίες προσπαθώ να γεμίσω όσο καλύτερα μπορώ, αλλά δεν είμαι ποτέ τόσο ευτυχισμένος, όπως όταν έρχεται το πρωί και γυρίζω στον μόχθο της εργασίας, από τον οποίο πηγάζει όλη μου η ευχαρίστηση.» Ποτέ μα ποτέ δεν άκουσα έναν εργαζόμενο να λέει κάτι τέτοιο. Θεωρούν τι δουλειά, όπως θα έπρεπε να θεωρείται, ως ένα αναγκαίο μέσο επιβίωσης και ότι ευχαρίστηση νιώθουν αυτή προέρχεται από τον ελεύθερό τους χρόνο.

    Θα ειπωθεί, ότι ενώ λίγος ελεύθερος χρόνος είναι ευχάριστος, οι άνθρωποι δεν θα ήξεραν πώς να γεμίσουν τις μέρες τους αν θα χρειαζόντανε να δουλεύουν μόνο τέσσερις ώρες την ημέρα από τις εικοσιτέσσερις. Στο βαθμό που αυτό είναι αλήθεια στον σύγχρονο κόσμο, είναι μία καταδίκη του πολιτισμού μας, μιας και δεν θα ήταν αληθές σε προγενέστερες περιόδους. Υπήρχε στο παρελθόν μία πνευματική αντίληψη για την ανεμελιά και το παιχνίδι, η οποία έχει σε κάποιο βαθμό αντικατασταθεί από την λατρεία της αποτελεσματικότητας. Ο σύγχρονος άνθρωπος πιστεύει ότι τα πάντα θα πρέπει να γίνονται για το καλό κάποιου ή κάτι άλλου και ποτέ για το δικό του. Για παράδειγμα, σοβαροφανείς άνθρωποι συνεχώς καταδικάζουν τη συνήθεια να πηγαίνουμε στον κινηματόγραφο, λέγοντάς μας ότι οδηγεί τη νεολαία στην εγκληματικότητα. Αλλά όλη η δουλειά που χρειάζεται για τη δημιουργία του κινηματόγραφου και μιας ταινίας είναι σεβαστή, γιατί είναι δουλειά και φέρνει κέρδη. Η αντίληψη ότι οι επιθυμητές δραστηριότητες είναι εκείνες που φέρνουν κέρδος έχει κάνει τα πάντα άνω κάτω. Ο χασάπης που σας παρέχει το κρέας και ο φούρναρης που σας παρέχει το ψωμί είναι αξιέπαινοι, μιας και παράγουν χρήματα και κέρδη, αλλά όταν απολαμβάνετε το φαγητό που αυτοί παρήγαγαν, τότε είστε ελαφρώς επιπόλαιοι, εκτός αν φάτε τόσο, όσο χρειάζεται για να είστε δυνατοί για να δουλέψετε. Σε γενικές γραμμές, θεωρείτε ότι το να βγάζει κάποιος λεφτά είναι καλό, ενώ το να ξοδεύει είναι κακό. Βλέποντας ότι αποτελούν τις δύο όψεις μιας συναλλαγής, αυτό είναι παράλογο, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι τα κλειδιά είναι καλά, αλλά οι κλειδαρότρυπες όχι. Ότι αξία μπορεί να υπάρχει από την παραγωγή αγαθών οφείλει να είναι αποτέλεσμα των πλεονεκτημάτων που λαμβάνονται από την κατανάλωσή τους. Το άτομο, στην κοινωνία μας, λειτουργεί με σκοπό το κέρδος, αλλά ο κοινωνικός σκοπός του έργου έγκειται στην κατανάλωση αυτού που παράγει. Είναι αυτό το διαζύγιο μεταξύ του ατόμου και του κοινωνικού σκοπού της παραγωγής, που το κάνει τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους να σκέφτονται με σαφήνεια σε έναν κόσμο, του οποίου ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας είναι το κίνητρο για τη βιομηχανία. Σκεφτόμαστε πάρα πολύ την παραγωγή, και πολύ λίγο την κατανάλωση. Με αποτέλεσμα να δίνουμε πολύ λίγη σημασία στην απόλαυση και την απλή ευτυχία, και να μην κρίνουμε την παραγωγή από την ευχαρίστηση που δίνει στον καταναλωτή.

    Όταν προτείνω να μειωθούν οι ώρες καθημερινής εργασίας στις τέσσερις, δεν προσπαθώ να υπονοήσω, ότι ο εναπομείναντας χρόνος θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να ξοδευθεί επιπόλαια. Εννοώ, ότι οι τέσσερις ώρες εργασίας την ημέρα θα επιτρέπουν έναν άνθρωπο να έχει τις αναγκαίες και βασικές του ανέσεις στη ζωή καλυμμένες, και τον υπόλοιπό του χρόνο θα μπορεί να τον χρησιμοποιήσει όπως αυτός θεωρεί βολικό. Η εκπαίδευση είναι ουσιώδες κομμάτι ενός τέτοιου κοινωνικού συστήματος, η οποία θα πρέπει να κάνει βήματα μπροστά σε σχέση με την τωρινή της κατάσταση, έτσι ώστε να αποσκοπεί εν μέρει, στη διέγερση των αισθήσεων του ανθρώπου να χρησιμοποιεί τον ελεύθερό του χρόνο έξυπνα. Δεν σκέφτομαι κυρίως το είδος της εκπαίδευσης που θα μπορούσε να θεωρηθεί να ταιριάζει σε «διανοούμενους». Οι παραδοσιακοί χοροί των αγροτικών περιοχών έχουν ξεχαστεί, εκτός από κάποιες απομακρυσμένες περιοχές, αλλά τα ερεθίσματα από τα οποία δημιουργήθηκαν εξ’ αρχής πρέπει να συνεχίζουν να υπάρχουν στην ανθρώπινη φύση. Οι απολαύσεις των αστικών περιοχών έχουν γίνει κυρίως παθητικές: να βλέπουμε κινηματογράφο, να παρακολουθούμε ποδοσφαιρικούς αγώνες, να ακούμε το ραδιόφωνο και άλλα παρόμοια. Αυτό συμβαίνει κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι την περισσότερη από την ενέργειά τους την καταλαμβάνει η καθημερινή τους εργασία, ενώ αν είχαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, μπορεί ξανά να συμμετείχαν σε απολαύσεις στις οποίες έχουν έναν ενεργητικό ρόλο.

    Στο παρελθόν, υπήρχε μία μικρή τάξη ανθρώπων με υπερβολικά ελεύθερο χρόνο (στμ: από εδώ και κάτω θα αναφέρεται ως άνετη τάξη) και μία μεγάλη τάξη εργαζομένων. Η άνετη τάξη απολάμβανε πλεονεκτήματα για τα οποία δεν υπήρχε καμία βάση σε ένα κοινωνικά δίκαιο σύστημα. Αυτό αναγκαστικά την έκανε καταθλιπτική, μείωσε τις συμπάθειές της και τους ανάγκασε να δημιουργήσουν θεωρίες με τις οποίες να δικαιολογούν τα προνόμιά τους. Τα γεγονότα αυτά μείωσαν σημαντικά την υπεροχή της, αλλά παρά αυτό το πισωγύρισμα είναι υπεύθυνη σχεδόν για το σύνολο αυτού που ονομάζουμε ανθρώπινου πολιτισμού. Καλλιέργησε τις τέχνες και εφεύρε τις επιστήμες, έγραψε βιβλία, ανακάλυψε τις φιλοσοφίες και εξευγένισε τις κοινωνικές σχέσεις. Ακόμα και η απελευθέρωση των καταπιεσμένων τις περισσότερες φορές εγκαινιάστηκαν από τα πάνω. Χωρίς την άνετη τάξη, η ανθρωπότητα δε θα μπορούσε να ξεφύγει ποτέ από τη βαρβαρότητα.

    Η μέθοδος της άνετης τάξης για μια ζωή χωρίς υποχρεώσεις ήταν όμως αρκετά πολυέξοδη. Κανένας από τα μέλη αυτής της τάξης δεν εκπαιδευόταν για να είναι εργατικός και η τάξη στο σύνολό της δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνη. Μπορεί ως τάξη να δημιουργούσαν έναν Δαρβίνο, αλλά απέναντί του έχουν να αντιπαρατεθούν δεκάδες χιλιάδες λόρδους και κόμηδες και τα ανάλογά τους που ποτέ δεν σκέφτηκαν κάτι πιο έξυπνο από το να κυνηγήσουν αλεπούδες και να τιμωρήσουν τους λαθροκυνηγούς. Τη σήμερον ημέρα, τα πανεπιστήμια θεωρούνται ότι μπορούν να παράγουν, με έναν πιο συστηματικό τρόπο, αυτό που η άνετη τάξη παρήγε κατά τύχη και ως υπο-προϊόν. Αυτό είναι μία μεγάλη βελτίωση, αλλά έχει κάποια συγκεκριμένα μειονεκτήματα. Η ακαδημαϊκή ζωή είναι τόσο διαφορετική από τη ζωή στον κόσμο γενικότερα, έτσι ώστε οι άνθρωποι που ζουν σε ακαδημαϊκό περιβάλλον τείνουν να αγνοούν τις ανησυχίες και τα προβλήματα των απλών ανδρών και γυναικών. Επιπλέον, με τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται είναι σαν να κλέβουν από τις απόψεις τους, την επιρροή που θα έπρεπε να έχουν στην κοινή γνώμη. Ένα άλλο μειονέκτημα των πανεπιστημίων είναι ότι οι εργασίες και οι μελέτες οργανώνονται και αυτός που θα σκεφθεί κάτι πρωτότυπο να ερευνήσει είναι πιθανό να αποθαρρυνθεί. Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα, ως εκ τούτου, όσο χρήσιμα και αν είναι, δεν επαρκούν ως θεματοφύλακες των συμφερόντων του ανθρώπινου πολιτισμού σε έναν κόσμο όπου ο καθένας εκτός των τειχών του είναι πολύ απασχολημένος για μη χρηστικές αναζητήσεις.

    Σε έναν κόσμο όπου ο καθένας θα υποχρεούται να δουλεύει όχι παραπάνω από τέσσερις ώρες την ημέρα, ο καθένας που θα διακατεχόταν από μία επιστημονική περιέργεια θα μπορούσε να εντρυφήσει σε αυτήν, και κάθε ζωγράφος θα μπορούσε να ζωγραφίσει, ασχέτως πόσο καλές είναι οι ζωγραφιές του. Νέοι συγγραφείς δεν θα ένιωθαν υποχρεωμένοι να τραβήξουν την προσοχή πάνω τους μέσω αισθηματικών εύπεπτων και κοινότυπων έργων, με την προοπτική να αποκτήσουν την αναγκαία οικονομική ανεξαρτησία για μνημειώδη έργα, για τα οποία σαν έρθει ο χρόνος θα έχουν χάσει την όρεξη και την πνευματική αντίληψη. Άνθρωποι, που σε κάποια στιγμή της επαγγελματικής τους διαδρομής, ενδιαφέρθηκαν για κάποια φάση της οικονομίας ή της διοίκησης, θα μπορούσαν να αναπτύξουν τις ιδέες τους χωρίς την ακαδημαϊκή αποστασιοποίηση, που κάνει τη δουλειά του πανεπιστημιακού οικονομολόγου συχνά να φαίνεται τόσο αποκομμένη από την πραγματικότητα. Οι γιατροί θα είχαν τον χρόνο να μαθαίνουν για την πρόοδο της ιατρικής συνεχώς, οι δάσκαλοι δεν θα προσπαθούσαν εναγωνίως να διδάξουν με μεθόδους διδασκαλίας ρουτίνας, πράγματα τα οποία διδαχθήκαν στα νιάτα τους, και τα οποία μπορεί στο ενδιάμεσο να έχουν αποδειχθεί αναληθή.

    Πάνω απ’ όλα θα υπάρχει ευτυχία και χαρά για ζωή, αντί ξεφτισμένων νεύρων, κούρασης και δυσπεψίας. Η εργασία που θα απαιτείτε θα είναι αρκετή για να δημιουργεί τον ελεύθερο χρόνο, αλλά όχι τόση πολύ για να προκαλεί κούραση. Μιας και οι άνθρωποι δεν θα κουράζονται στην εργασία τους, κατά τον ελεύθερό τους χρόνο δεν θα αναλώνονται σε απολαύσεις παθητικές και ανούσιες. Το λιγότερο ένα τις εκατό πιθανότατα θα αφιερώσει τον χρόνο που δεν ξοδεύει για το επάγγελμά του σε επιδιώξεις γενικής σημασίας και μιας και δεν θα εξαρτάται ο βιοπορισμός του σε αυτές του τις επιδιώξεις, η πρωτοτυπία τους θα παραμείνει ανεμπόδιστη, χωρίς να χρειάζεται να συμμορφωθεί με τα πρότυπα που ορίζονται από τους ηλικιωμένους αυθεντίες. Αλλά δεν είναι μόνο σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις που θα εμφανιστούν τα πλεονεκτήματα του ελεύθερου χρόνου. Οι απλοί άντρες και γυναίκες, έχοντας τη δυνατότητα μιας ευτυχισμένης ζωής θα γίνουν περισσότερο φιλικοί και λιγότερο φοβικοί με τους άλλους, χωρίς να χρειάζεται να τους βλέπουν καχύποπτα. Η όρεξη για πόλεμο θα εξασθενίσει, μερικώς για τον παραπάνω λόγω και μερικώς γιατί θα αναγκάζει τους πάντες σε πολύ περισσότερη και εξαντλητική δουλειά. Η καλή φύση, είναι αυτή από όλες τις ηθικές ιδιότητες, που χρειάζεται περισσότερο ο κόσμος, και η καλή φύση είναι αποτέλεσμα άνεσης και ασφάλειας, όχι μιας ζωής επίπονου αγώνα. Οι σύγχρονες μέθοδοι παραγωγής μας επιτρέπουν την δυνατότητα να παρέχουμε άνεση και ασφάλεια σε όλους, αντιθέτως εμείς προτιμήσαμε κάποιοι να δουλεύουν υπερβολικά και πείνα για τους άλλους. Μέχρι στιγμής συνεχίζουμε να είμαστε το ίδιο δουλευταράδες όσο σχεδόν πριν τη δημιουργία των μηχανών, σε αυτό έχουμε φανεί ανόητοι, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίσουμε να είμαστε ανόητοι για πάντα.

    [1] Από τότε, τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος έχουν διαδεχθεί σε αυτό το προνόμιο τους πολεμιστές και τους ιερείς.