• Η κατάρα των καλών προθέσεων

    Date: 2009.09.23 | Category: ΠΟΛΙΤΙΚΗ, OIKONOMIA | Tags: ,,,,,

    Όταν ο κ. Παπαδήμος αρνήθηκε την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, η αγορά άρχισε να ανησυχεί. Γι’ αυτό και γρήγορα κυκλοφόρησε το όνομα της Έλενας Παναρίτη, που είχε δουλέψει για τη Διεθνή Τράπεζα και κατέχει τη 2η θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ.

    Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Διεθνής Τράπεζα είναι οι δύο θεσμοί που, στον αναπτυσσόμενο κόσμο, θεωρούνται ελαφρώς πιο ευπρόσδεκτοι από το τέρας της αποκαλύψεως. Οι πολιτικές που πρότειναν και επέβαλαν οδήγησαν αποδεδειγμένα την Αργεντινή στην απόλυτη οικονομική καταστροφή και τη ΝΑ Ασία στη μεγάλη κρίση του 1997. Δεν είναι τυχαίο πως, μετά το 2000, οι περισσότερες χώρες φρόντισαν να απεμπλακούν και από τους δύο. Μέχρι το 2007 οι μοναδικοί μεγάλοι οφειλέτες του ΔΝΤ ήταν η Τουρκία και το Πακιστάν, χώρες στρατηγικά συνδεδεμένες με τις ΗΠΑ.

    Το παράδειγμα του Περού

    Αλλά, για να μην είμαστε άδικοι με την κ. Παναρίτη, ακολουθήσαμε το σημείο εκείνο του βιογραφικού της που η ίδια δείχνει να προτιμά. Τη δημιουργία κτηματολογίου και επίσημων τίτλων ιδιοκτησίας στο Περού επί προεδρίας Φουτζιμόρι, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η ιδέα προτάθηκε κυρίως από τον οικονομολόγο Ντε Σότο και έλεγε ότι οι φτωχοί που δεν διέθεταν τίτλους ιδιοκτησίας στη γη τους δεν μπορούσαν να αποκτήσουν πρόσβαση σε πιστώσεις από τις τράπεζες και αναγκάζονταν να δανείζονται με υπέρογκα επιτόκια από μη τραπεζικούς τοκογλύφους. Με το να δημιουργήσεις τίτλους ιδιοκτησίας, έλεγε ο Ντε Σότο, θα μετατρέψεις την περιουσία των φτωχών σε εμπορευματικό αγαθό το οποίο θα αξιοποιήσουν.

    Και σε αυτό το κομβικό σημείο θα πρέπει να κάνουμε δύο υποθέσεις. Η μία λέει πως η κ. Παναρίτη πιστεύει ειλικρινά πως το μέτρο αυτό βοηθά στην καταπολέμηση της φτώχειας, όπως ισχυρίζεται και ο τίτλος της στην παγκόσμια τράπεζα. Η άλλη λέει πως γνωρίζει ότι η υπόθεση Ντε Σότο ήταν μια όμορφα διατυπωμένη πρόταση, προκειμένου οι τράπεζες να βάλουν χέρι σε μια τεράστια περιούσια που δεν μπορούσαν να αποτιμήσουν με εμπορευματικούς όρους.

    Γνωρίζουμε από τον 19ο αιώνα πως η εισαγωγή εμπορευματικών πρακτικών σε κοινωνικές ομάδες που δεν έχουν τον κατάλληλο εμπορικό πνεύμα οδηγεί με σιγουριά στην καταστροφή αυτών των ανθρώπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας πρακτικής ήταν η εξαθλίωση των εργατών/πρώην χωρικών στην Αγγλία του 1850, εξαθλίωση που έκανε εντύπωση ακόμη και στους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Το ίδιο συνέβη και στις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα και μάλιστα έχουμε από τότε νόμους που προστατεύουν τους δανειολήπτες από αρπακτικές τραπεζικές τακτικές. Ας μην επεκταθούμε παρακάτω, για όποιον έχει αμφιβολίες η βιβλιογραφία είναι βαριά και γεμάτη παρόμοια παραδείγματα.

    Όταν δίνεις ενέχυρα δάνεια σε φτωχούς και όχι ιδιαίτερα μορφωμένους ανθρώπους που δεν μπορούν να τα διαχειριστούν, το αποτέλεσμα είναι πρακτικά ντετερμινιστικό. Οι τράπεζες θα αρπάξουν τις ιδιοκτησίες των φτωχών και οι φτωχοί θα γίνουν ακόμη φτωχότεροι, δημιουργώντας αυτή την ιδιότυπη νέα φεουδαρχία που μας οδηγεί ο νεο-φιλελευθερισμός, των ελάχιστων υπερ-πλούσιων, ανάμεσα σε μια θάλασσα φτωχών.

    Θα αναρωτηθήκατε τι έγινε στο Περού μετά τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες επιμελήθηκε η κ. Παναρίτη; Παρά, λοιπόν, την καλή πρόθεση του κ. Ντε Σότο, η δημιουργία τίτλων ιδιοκτησίας δεν ήταν ο καθοριστικός παράγοντας προκειμένου οι φτωχοί να πάρουν δάνεια. Η πρόσβαση των φτωχών σε πιστώσεις αυξήθηκε μεν από το 17% το 1994 στο 37% το 1997, αλλά έπεσε ξανά στο 19% μέχρι το 2000.

    Ο λόγος που οι φτωχοί σταμάτησαν να έχουν πρόσβαση σε πιστώσεις παρά του τίτλους ιδιοκτησίας, ήταν το πρόγραμμα αποκρατικοποίησεων που υλοποιήθηκε την ίδια εποχή με την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών και άλλων δημόσιων οργανισμών που προσφέραν πιστώσεις στους φτωχούς. Οι ιδιωτικές τράπεζες θεωρούσαν ασύμφορη την παροχή δανείων έστω και με τους νέους τίτλους ιδιοκτησίας.

    Χωρίς να έχω πολλά παραπάνω στοιχεία μέχρι στιγμής, οι φτωχοί του Περού, φαίνεται να σώθηκαν από την ίδια τους τη φτώχια. Οι τράπεζες τις περισσότερες φορές δεν θεώρησαν πως η αξία του σπίτιου ή του χωράφιου που θα έμπαινε ενέχυρο, ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει το ρίσκο και τα έξοδα της διεκδίκισης του σε πιθανή χρεοκοπία του οφειλέτη.

    Παρόλα αυτά το ερώτημα για την κ.Παναρίτη παραμένει Είναι ένας επικίνδυνος αδαής ιδεολόγος ή ένα καλά κρυμμένο αρπακτικό ?

    Αυγή, 23 Σεπτέμβρη 2009