• Eat that

    Date: 2011.10.31 | Category: ΠΟΛΙΤΙΚΗ | Tags: ,,,

    –το παρακάτω κείμενο γράφτηκε προκειμένου να διαβαστεί από ανθρώπους που δεν έχουν παρά ελάχιστες γνώσεις για την ελλάδα (η αγγλική έκδοση βρίσκεται εδώ σε μια πολύ καλή μετάφραση της πηνελόπης παπαηλία -και εδώ τα υπόλοιπα κείμενα), οπότε κάποια κομμάτια του μπορεί να φανούν λίγο αυτονόητα για εμάς τους ντόπιους. Έκανα μερικές εμβόλιμες προσθήκες που ελπίζω να αμβλύνουν λίγο αυτή την εντύπωση. Κατά τ’ άλλα εμένα μου φάνηκε πολύ χρήσιμο όταν το έγραφα γιατί μου έδωσε μια μικρή βάση σε αυτό το μόνιμο ζήτημα του ποιοι είμαστε και τι θέλουμε από τη ζωή. Οι πιο αριστεροί το ονομάζουν και ταξική ανάλυση. Όπως και τα περισσότερα κείμενα μου, αποτελείται από ατελή υλικά που με βασανίζουν κι όχι από κάποια σιγουριά μου για τον κόσμο που έρχομαι να σας τον παρουσιάσω σαν μωυσής με σανδάλια, πέτρινες πλάκες και αποσμητικό ρεξόνα–


    Οι έλληνες -όπως και πολλοί άλλοι λαοί- πιστεύουν πως είναι μοναδικοί. Κι αυτό ισχύει και για τα θετικά και για τα αρνητικά χαρακτηριστικά τους. Γι’ αυτό και η ελληνική κρίση αντιμετωπίζεται πολύ συχνά στον επίσημο λόγο ως ένα καθαρά ελληνικό φαινόμενο. Πώς όμως μπορείς να το καταφέρεις αυτό όταν ολόκληρη η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται υπό κατάρρευση εδώ και 3 χρόνια?

     

    Όταν ο πανούργος και υπέρβαρος με άποψη αντιπρόεδρος της κυβέρνησης δήλωσε με νόημα πως “όλοι μαζί τα φάγαμε”, στην ουσία προσπάθησε να διαμορφώσει την αφήγηση αυτής της κρίσης στα μυαλά των ψηφοφόρων. Δεν είχε νόημα να φέρει περίπλοκες εξισώσεις και οικονομικά διαγράμματα, παρά απευθύνθηκε στο ελαφρά κρυμμένο μυστικό της ελληνικής κοινωνίας. Πως όλα τα πράγματα γίνονται καλύτερα στην αδήλωτη γκρίζα οικονομία.

     

    Η ελλάδα είναι μια χώρα που δεν διαφέρει πολύ από τις υπόλοιπες χώρες της μεσογείου (και μερικές χώρες της νοτίου αμερικής). Οι πατρωνικές σχέσεις με την εξουσία ήταν ο παραδοσιακός τρόπος που η ελληνική πολιτική ελίτ συναλλασσόταν με τους πολίτες. Ταυτόχρονα η έλλειψη μιας μαχητικής φιλελεύθερης αστικής τάξης δεν τερμάτισε ποτέ αυτές τις σχέσεις. Η ελλάδα (όπως και οι ΗΠΑ) λόγω επαναστατικών καταβολών ήταν από τα λίγα κράτη που διέθεταν καθολικό δικαίωμα ψήφου το 19ο αιώνα. Ήδη από το 1844 ψήφιζε το 90% του -ανδρικού- πληθυσμού. Αυτή η δημοκρατική ιδιαιτερότητα γλίτωσε τους έλληνες φτωχούς (δηλαδή τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού τότε) από τις τύχες που είχαν πχ στην αγγλία (αστικοποίηση με βίαιη προλεταριοποίηση).

     

    Η μικρο-ιδιοκτησία παρέμεινε η κυρίαρχη μορφή καπιταλιστικής έκφρασης και συσσώρευσης. Τα ποσοστά των μισθωτών σε σχέση με το σύνολο του ενεργού πληθυσμού ήταν 35% το 1950 κι έφτασαν γύρω στο 50% το 1980, όταν στην υπόλοιπη δύση ξεπερνούσαν το 80%-90%. Σε αυτά τα ισχνά ποσοστά η αριστερά προσπάθησε να εφεύρει μια εργατική τάξη και φυσικά δυσκολεύτηκε πολύ. Διότι ακόμα και ανάμεσα σε αυτούς τους λίγους μισθωτούς, υπήρχαν αρκετοί που δεν αισθάνονταν εργάτες.

     

    Για καλό και για κακό ο εκμοντερνισμός της ελλάδας παρέμεινε “ατελής”, υιοθέτησε δηλαδή μόνο ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που είχε στη δυτική ευρώπη.

     

    Στην ελλάδα δεν αναπτύχθηκε ποτέ η έννοια του κοινωνικού κράτους, έτσι όπως έλαβε μορφή στη δυτική ευρώπη. Οι συντάξεις και η πρόνοια ήταν κάτι ανύπαρκτο, ή στην καλύτερη περίπτωση πενιχρό, και οι άνθρωποι βασίζονταν στις οικογενειακές σχέσεις και στη συσσώρευση πλούτου με τη μορφή σπιτιών ή χρυσών λιρών για τα γηρατειά τους. Ως ένα νεαρό κράτος η ελλάδα εμπλεκόταν συχνά πυκνά σε πολέμους κάτι που δεν έδινε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στην οικονομία και το νόμισμά της. Βαριά βιομηχανία και μεγάλες επιχειρήσεις δεν υπήρχαν και το χρηματιστήριο ήταν διαχρονικά ένα απέραντο λαμογιστάν. Άρα τα σπίτια πρόσφεραν την πιο σίγουρη συσσώρευση στους νεοέλληνες, κάτι που εξηγεί το γεγονός πως το 85% του πληθυσμού διαμένει σε ιδιόκτητο σπίτι.

     

    Ο “ατελής” εκμοντερνισμός, η απουσία μαζικής εργατικής τάξης και ο εμφύλιος του 1944-1949 έκαναν σχεδόν αδύνατη τη συγκρότηση ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος μέχρι το τέλος της δικτατορίας το 1974. Η πολιτική διαμάχη -όποτε επιτρεπόταν μετά τον εμφύλιο, δηλαδή σπάνια- παρέμενε στα πλαίσια των παλιών πατρωνικών και πατριαρχικών σχέσεων (τα κόμματα συγκροτούνταν γύρω από προσωπικότητες), ειδικά στη δεξιά που παρέμενε σε αρκετά σημεία φιλοβασιλική, λαϊκή και προ-νεωτερική. Οι φιλελεύθεροι αστοί δεν ήταν ευπρόσδεκτοι στην ελληνική δεξιά μέχρι το 1974.

     

    Έτσι πρακτικά μπορούμε να πούμε πως μόλις το 1974 συγκροτήθηκαν πολιτικά κόμματα στην ελλάδα που πλησίαζαν στο μεταπολεμικό δυτικό τοπίο. Ο Κ. Καραμανλής έφτιαξε τη νέα δεξιά (ΝΔ) πατώντας τόσο σε φιλελεύθερες, όσο και σε πατρωνικές αρχές και ο Α. Παππανδρέου (πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού) έφτιαξε ένα μοντέρνο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (ΠΑΣΟΚ) γύρω πάντα από τον πατριαρχικό εαυτό του. Αλλά η κοινωνία ήδη λειτουργούσε με διαφορετικό τρόπο.

     

    Μόλις μετά το 1981 και τον ερχομό του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το ελληνικό κράτος προσπάθησε να φτιάξει ένα κάποιο είδος κράτους πρόνοιας. Δημόσιο σύστημα υγείας, συντάξεις για όλους κι ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αναδιανομής και επενδύσεων κεϋνσιανού τύπου. Όλες αυτές οι καινούργιες υποδομές και το δίχτυ ασφαλείας για τους πολίτες στήθηκαν αρκετά γρήγορα και πρόχειρα με αποτέλεσμα να μην προλάβει να εμπεδωθεί από τον κόσμο η νέα του σχέση με το κράτος. Σαν να μην έφτανε αυτό, το πρόγραμμα αναδιανομής που εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ έμοιαζε περισσότερο στο παλιό γνώριμο καθεστώς των πατρωνικών σχέσεων, παρά σε κάποια μοντέρνα γραφειοκρατία. Πρώτον διότι δεν υπήρχε μοντέρνα γραφειοκρατία να το εφαρμόσει, και δεύτερον διότι το ΠΑΣΟΚ ενδιαφερόταν περισσότερο να εδραιώσει την εξουσία του γρήγορα σε μια χώρα που η “αριστερά” από το 1945 είχε κυβερνήσει μόλις 3 ταραχώδη χρόνια, που οδήγησαν μάλιστα σε μια δικτατορία.

     

    Οι αθρόες και χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια προσλήψεις στο δημόσιο, οι επενδύσεις που χαριστικά δίνονταν σε φίλους του κόμματος, οι συντάξεις σε υπαλλήλους με μόλις 15 χρόνια υπηρεσίας, οι εισροές από την ΕΟΚ που πήγαιναν κατευθείαν στις τσέπες των ημετέρων ήταν σταθερά μοτίβα του πασοκικού κράτους. Υπό κάποιους όρους, η πολιτική παππανδρέου ήταν πετυχημένη σε αρκετά σημεία. Οδήγησε σε μια πραγματική αναδιανομή του πλούτου μέσω της αύξησης των μισθών και των συντάξεων και δημιούργησε μια σίγουρη κοινωνική συμμαχία που από τότε κυριαρχεί στην ελλάδα. Το κακό ήταν πως αυτή η συμμαχία αναπαρήγαγε το παλιό πατρωνικό μοντέλο στη μεταπολιτευτική ελλάδα.

     

    Το άλλο κακό είναι πως η νέα για την ελλάδα ιδέα του κοινωνικού κράτους δεν πρόλαβε να εδραιωθεί. Το 1983 δεν ήταν 1963 και ο κεϋνσιανισμός ήταν ο νέος διάβολος στα χρόνια του μονεταριστικού δόγματος. Έτσι η νέα πολιτική άρχισε να αναδιπλώνεται μετά το 1983 και σίγουρα μετά το 1985, κάνοντας ακόμα πιο αβέβαιη τη νέα σχέση μεταξύ πολιτών και κράτους. Στην ουσία οι πολίτες χρησιμοποίησαν τις αθρόες παροχές του κράτους, για να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που ήξεραν καλύτερα. Να συσσωρεύουν πλούτο σε ακίνητα και να συσπειρώνονται γύρω από την οικογένεια.

     

    Λένε για παράδειγμα πως στην ελλάδα η φοροδιαφυγή είναι “εθνικό σπορ”. Εκατοντάδες χιλιάδες έλληνες έχουν ειδικό φορολογικό καθεστώς (βασισμένο σε τεμαχικά και επαγγελματικά κριτήρια) κάτι που πρακτικά κάνει τη φοροδιαφυγή νόμιμη. Μια άλλη μεγάλη κατηγορία έχει αδήλωτα εισοδήματα από δεύτερες δουλειές (moonlighting) ή τις μικρές επιχειρήσεις που αποτελούν την πλειοψηφία της επιχειρηματικότητας στην ελλάδα. Και οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν εξίσου ένα καθεστώς φορολογικής ασυλίας. Μήπως τελικά η φοροδιαφυγή είναι στο DNA του έλληνα?

     

    Όχι φυσικά. Το ελληνικό κράτος δεν είχε και δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να αποκτήσει ένα σύγχρονο φορολογικό μηχανισμό. Στην ουσία δεν ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για τις οικονομικές δραστηριότητες των υπηκόων του και βασιζόταν για τα έσοδά του στους έμμεσους φόρους, και τα μονοπώλια. Άλλωστε τα έξοδά του -λόγω έλλειψης κοινωνικού κράτους- δεν ήταν πολλά.

     

    Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το εισόδημα των περισσότερων μικρών επιχειρήσεων υπολογίζονταν στο περίπου ως αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ του επιχειρηματία και του εφόρου. Οι ιδιώτες γιατροί, δικηγόροι, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί και υπόλοιπες κατηγορίες επαγγελματιών θεωρούνται ακόμα και σήμερα πρακτικά μη φορολογήσιμοι. Κάτι που φυσικά άφηνε μεγάλο περιθώριο στη διαφθορά των κρατικών υπαλλήλων και στην τάση των ελλήνων να αποθηκεύουν τη συσσώρευση εκεί που εμπιστεύονταν περισσότερο, δηλαδή στην οικογένεια. Το γεγονός πως αυτό γινόταν με μη επίσημους τρόπους δημιουργούσε φυσικά τάσεις ανισότητας στην κοινωνία. “Δούλεψε για να φας και κλέψε να ‘χεις” είναι μια κλασική φράση που χαρακτηρίζει την ελληνική “ιδιαιτερότητα”. Και για να είμαστε ειλικρινείς το ασαφές και ασταθές καθεστώς που ίσχυε πάντα για τους μικρο-επαγγελματίες τόσο σε σχέση με το κράτος, όσο και σε σχέση με την αγορά, έκανε το παραπάνω δόγμα οδηγό επιβίωσης. Οι μικρο-επαγγελματίες χρεώνουν περισσότερα γιατί δεν ξέρουν τι τους επιφυλάσσει το μέλλον. Αν μετά από 5 χρόνια καταφέρουν να κρατήσουν αυτά τα περισσότερα που χρέωσαν, ήταν ένα μπόνους, αν όχι ήταν μία η άλλη.

     

    Παράδειγμα: Η ελλάδα διαθέτει ένα δημόσιο σύστημα παιδείας και παρόλαυτά ξοδεύει κατακεφαλήν 85 ευρώ το χρόνο σε ιδιωτικές δομές εκπαίδευσης που λειτουργούν παράλληλα με το δημόσιο σχολείο (στην ισπανία ξοδεύουν 9,5 ευρώ , στην ιταλία 7 και στη γερμανία λιγότερο από 0,02 ευρώ). Οι πιο πολλές από αυτές τις δομές είναι άδηλες, φορολογικά αόρατες και συχνά πυκνά ηθικά αμφισβητήσιμες, καθώς συχνά αφορούν καθηγητές του δημόσιου σχολείου που ψάχνουν να ενισχύσουν το μέχρι πριν λίγα χρόνια πενιχρό τους εισόδημα*. Όλο αυτό δημιουργεί ένα συναίσθημα διαπλοκής και παρανομίας γύρω από το πώς παράγεται αυτό το εισόδημα. Κάτι το οποίο προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης με τη δήλωσή του.

     

     

     *η φαντασιακή θέση των ατόμων στην κοινωνία και ο μεταμοντέρνος μετασχηματισμός του δασκάλου θα μας απασχολήσει στο επόμενο επεισόδιο 

     

    Μαζί τα φάγαμε (το τέλος της ιστορίας).

    Μετά το 1990 η ελλάδα ακολούθησε ανοιχτά λίγο πολύ το παγκόσμιο μοτίβο του “τέλους της ιστορίας”. Ταυτόχρονα το ευρώ και η πορεία προς αυτό (η σκληρή δραχμή που λέγαμε) αύξησε την αγοραστική δύναμη των ελλήνων, ειδικά στα εισαγόμενα αγαθά εκείνα που θεωρούνταν ένδειξη επιτυχίας (πχ αυτοκίνητα, ηλεκτρονικά είδη κ.λπ.). Δεν ξέρω πόσοι θυμάστε πως το αυτοκίνητο, το βίντεο και η έγχρωμη τηλεόραση  είχαν αντίστοιχο κοινωνικό στάτους για την ελλάδα του 1980, με το όρθιο πιάνο στις αρχές του αιώνα. Και τα δύο επιβεβαίωναν πως ανήκες στην ασαφή “μεσαία τάξη”. (εξ’ ου και η κατάρα του χάρυ κλυν “να σου καεί το βίντεο”).

    Αυτή η διαδικασία έκανε τους έλληνες να νιώθουν πιο πλούσιοι, κρύβοντας την πραγματική αναδιανομή που συνέβαινε στο παρασκήνιο. Όπως και παντού η εργασία έχανε σε αξία και ο πλούτος μαζευόταν σε όλο και πιο λίγους. Το ίδιο κόμμα που οδήγησε σε μια αναδιανομή υπέρ των φτωχότερων το 1981, τώρα -με την ίδια υπόσχεση- έκανε ακριβώς το αντίθετο. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίστροφης αναδιανομής από την τρέλα του χρηματιστηρίου την περίοδο 1998-2000 η οποία πριμοδοτήθηκε όσο τίποτα από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση.

     

    Η ολυμπιάδα ήταν ίσως η τελευταία αφήγηση και ευκαιρία για να φάμε όλοι μαζί. Όμως το σκηνικό στήθηκε για να φάνε περισσότερο πολύ λίγοι και να τσιμπήσουν από τα ψίχουλα οι υπόλοιποι. Οι επιχειρήσεις μείωναν σταθερά τη συμμετοχή τους στα φορολογικά έσοδα σε όλη τη δεκαετία, και το κράτος βασιζόταν στο δανεισμό για να καλύπτει τα ελλείμματα. Το ίδιο το πολιτικό προσωπικό εμπλεκόταν σε σκάνδαλα και μίζες στις προμήθειες του δημοσίου, στο χρηματιστήριο και άλλες ευγενείς μπίζνες διαπλοκής με τον ιδιωτικό τομέα (όπως οι νόμιμες και ηθικές πολυκατοικίες του βουλγαράκη που αγοράστηκαν με χρήματα της πειραιώς και νοικιάστηκαν από την ίδια τράπεζα) κι όλα αυτά μαζί καλύπτονταν από ένα πέπλο νομικής ασυλίας για όλους. Το ίδιο το κράτος νομιμοποιούσε σε τακτά χρονικά διαστήματα τη φοροδιαφυγή με μια έκτακτη οριζόντια εισφορά στους ελεύθερους επαγγελματίες και τις μικρές επιχειρήσεις (πχ 300-500 ευρώ η χρονιά το κεφάλι).

     

    Έτσι όταν ήρθε η τραπεζική κρίση, το ελληνικό κράτος ήταν το 5ο πιο δανεισμένο στον κόσμο με 105% του ΑΕΠ (4η ήταν η ιταλία), την ίδια στιγμή που ο δανεισμός των ιδιωτών δεν ξεπερνούσε το 100% του ΑΕΠ, ποσοστό ελάχιστο σε σχέση με τον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο (εκ των οποίων στεγαστικά και λοιπά δάνεια προς ιδιώτες λιγότερο από 60% του ΑΕΠ) 

    Και τότε θυμήθηκε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης πως όλοι μαζί τα φάγαμε, δημιουργώντας για μια ακόμη φορά μια ισοπεδωτική αφήγηση για να κρυφτούν μέσα της οι τεράστιες ανισότητες της ελληνικής κοινωνίας και το πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης του πολιτικού συστήματος.

    Στο επόμενο μέρος της σαπουνόπερας θα ασχοληθούμε με την αποσύνδεση του σύγχρονου καπιταλισμού με την εργασία και τη διάχυτη ανισότητα και αδικία του ελληνικού συστήματος, που δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη ανισότητα